Αέρας Τηνιακός - Ταξιδιωτικό
Διήγημα
Δε νύσταζα εκείνο το τελευταίο βράδυ στο
νησί. Ύπνος δε με έπαιρνε, όνειρα δεν
μου έρχονταν, όσο για τους εφιάλτες
αυτοί με περίμεναν να γυρίσω, να υπογράψω το «τέλος διακοπές» και μετά να
χιμήξουν.
Άνοιξα τα
πράσινα παραθυρόφυλλα, ζωντανό πράσινο,
φωτεινό ακόμα και στην ανταύγεια της
φεγγαράδας στο ασβεστωμένο λευκό των
τοίχων. Βγήκα στη βεράντα, οι δύο ανοιχτές πολυθρόνες με περίμεναν να
ξαπλώσω αναπαυτικά για να μου θυμίσουν με το γνωστό τους τρίξιμο-διαμαρτυρία ότι πρέπει να χάσω κάποια κιλά.
Δεν κάθισα
όμως. Έβαλα τα χέρια μου στο γείσο του ξύλινου φράχτη που έζωνε μαζί με κάτι
πράσινα φυτά με μυτερά φύλα τη μικρή μου βεράντα. Όχι τόσο ευχάριστα στην αφή
αλλά ανθεκτικά στην αρμύρα της θάλασσας που έπαιζε με την άμμο της ακτής,
διακόσια μέτρα πιο κάτω.
Κοίταξα
γύρω, το συγκρότημα Πόρτο Τάνγκο κοιμόταν, αγκαλιά με το Πόρτο στον Άη Γιάννη,
μια και τάνγκο (όχι τανγκό) σημαίνει αγκαλιά. Το βλέμμα μου κατηφόρισε και
βυθίστηκε στον πίνακα που ζωγράφιζαν το φεγγάρι με τη νύχτα, σκοτάδι με
ασημένιες πινελιές, φως σε σκούρο
φόντο.
Το πρώτο
άγγιγμα το είχα καταλάβει με το που βγήκα στη βεράντα, ήταν έντονη η παρουσία
του, τότε όμως ψάχνοντας ακόμα που να βολευτώ, τι θα κάνω, δεν είχα δώσει
σημασία.
Ξαναγύρισε
όμως. Σα να με σκούντησε, «εδώ είμαι» μου ψιθύρισε στο αυτί… Και κάθισα και τον άκουσα. Τον αέρα τον
Τηνιακό, τον ασίγαστο εκείνο το βράδυ… Και είχε πολλά να μου δείξει, είχε πολλά
να μου πει… Τρεις από τις έξη κυράδες
που με διαφεντεύουν, η ακοή, η όσφρηση και η αφή είχαν ήδη ανοίξει κουβεντολόϊ
μαζί του. Οι υπόλοιπες περίμεναν
ανυπόμονες να γνωρίσουν τον μουσαφίρη, να δουν, να γευτούν, να νοιώσουν…
Τον ένοιωσα από το πώς γεννήθηκε, σαν αιγαιοπελαγίσια
αύρα που περιπλανιόταν εδώ κι εκεί. Άλλο ήχο έπαιρνε από κάθε κυκλαδονήσι που
πέρναγε, άλλο χρώμα, άλλη μυρωδιά. Στη διάβα του μεγάλωσε, θύμωσε και γαλήνεψε
αρκετές φορές. Χωρισμένος από τα τέσσερα βέλη του ορίζοντα, από τα βουνά και τη
θάλασσα, ήρθε και βούτηξε στη Τήνο από παντού. Με λαχτάρα σε κάθε του κομμάτι
που φιδοστρέφονταν να βρει τα αδέλφια του, να γίνει πάλι ένα.
Η
τραμουντάνα, το ορμητικό αγέρι του Βοριά μπήκε από τον Κουμελά και το Άξενο με
κάθε επισημότητα, ενώ ένα άλλο κομμάτι του, πιο ταπεινό, τρύπωσε από το Βαθύ.
Τα δυό τους συναντήθηκαν στην Αετοφωλιά, τα ήπιαν παρέα, ενώθηκαν σε ένα άνεμο δυνατό
και ιαματικό που φόρεσε την καθάρια λευκή του στολή και φύσηξε προς τα
μέσα. Ήταν ο θεραπευτής, ο «γιατρός της Τήνου» όπως τον έλεγαν
παλιότερα ντόπιοι και ξένοι. Μπήκε από
ένα ανοιχτό παράθυρο στη Κόμη και χάιδεψε το φλογισμένο μέτωπο ενός τετράχρονου
κοριτσιού χαρίζοντας της δροσιά και το πρώτο σημάδι ότι όλα αύριο θα ήταν
καλύτερα. Πήρε ανταμοιβή το χαμόγελο του κοριτσιού που τον ένοιωσε κι ας
κοιμόταν.
Τι καλύτερο ; Φύσηξε κουράγιο
και στη μάννα που ήταν στριμωγμένη δίπλα στο κορίτσι στο ίδιο φτωχικό κρεβάτι,
της μουρμούρισε στ’ αυτί να ξαποστάσει… Τον άκουσε, έβαλε μηχανικά το χέρι στο
κοριτσίστικο μέτωπο, αναστέναξε ανακουφισμένη και ξαναβυθίστηκε στα όνειρα της.
Αυτή τη φορά είχαν περισσότερο φως και χρώματα…
"Το βλέμμα μου κατηφόρισε και βυθίστηκε στον πίνακα που ζωγράφιζαν το φεγγάρι με τη νύχτα, σκοτάδι με ασημένιες πινελιές, φως σε σκούρο φόντο...'
ΑπάντησηΔιαγραφήΆμα διαβάσεις τέτοια αποσπάσματα λουσμένα σε τόσο λυρικό λόγο πως να μην νιώσεις υπέροχα. Πως να μην αφεθείς να κάνεις εικόνα την περιγραφή.
Εξαίρετη η πρώτη εντύπωση Γιώργο. Λυρισμός, ρομαντισμός. Όμορφες εικόνες. Λατρεία και αγάπη στη φύση και στην δύναμη της επιρροής της. Χαρακτηριστικά που λατρεύω.
Συνεχίζουμε.
Χαίρομαι που σου άρεσε. Δείχνεις με το σχόλιο σου ότι συμμεριζόμαστε μερικά πράγματα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΠάντα καλοδεχούμενη η κριτική σου.
Πολύ δουλεμένο κείμενο. Καλοδιαλεγμένες οι λέξεις, οι εικόνες ολοζώντανες χάρις στην αριστοτεχνική περιγραφή. Μπαίνεις στο θέμα σου (μάνα με το κορίτσι) πολύ γλυκά. Ο άνεμος κάνει κουμάντο στην ιστορία, προς το παρόν τουλάχιστον. Ο άνεμος με συνεπήρε. Τρέφω μεγάλη αγάπη για τους ανέμους και τις ονομασίες τους :)
ΑπάντησηΔιαγραφήΠολύ ενδιαφέρουσα η αρχή, με καλεί και με προσκαλεί για τη συνέχεια.
Καλώς σε βρήκα Gip.
Καλώς ώρισες Μαρία. Χαίρομαι που σου άρεσε. Ομολογώ ότι και εγώ το θεωρώ ένα από τα καλά μου διηγήματα. Και να φανταστείς ότι δεν έχω καμία σχέση με την Τήνο. Πήγα πριν χρόνια οικογενειακώς για 2 εβδομάδες, ένα βράδυ μου ήρθε η έμπνευση και το έγραψα. Μετά το δούλεψα περισσότερο μέχρι που πήρε την τελική του μορφή. Ο άνεμος κάνει κουμάντο μέχρι το τέλος του διηγήματος, πρωταγωνιστεί.
ΔιαγραφήΣε ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια.