Σάββατο 16 Μαρτίου 2019

Μια νύχτα στην άμμο (συναισθηματικό διήγημα)


Έφτασα στο σπίτι σου βραδιάτικα... Ψαράδικο χωριό, αγκάλιαζε τον μικρό κόλπο μερικά βήματα πιο κάτω. Το είχες σκάσει για κάποιες μικρές φθινοπωρινές διακοπές από αυτές που χαρίζουν τα Σαββατοκύριακα που αρχίζουν από το μεσημέρι της Παρασκευής. Εγώ πάλι, άδραξα κάποια χαμόγελα της τύχης, δραπέτευσα από το καθημερινό σκηνικό και τα κατάφερα να σε πάρω στο κατόπι μια μέρα αργότερα, μια μέρα όλο λαχτάρα και πεθυμιές.
Είχες έρθει μόνη, άγνωστη ανάμεσα σε άγνωστους να γεμίσεις μπαταρίες, να γεμίσουν τα μάτια σου θάλασσα, να ανασάνεις γαλήνη, να καθαρίσεις λίγο από τις έγνοιες και τη βρώμα της πόλης.
Οι γείτονες ή βλέπουν τηλεόραση ή έχουν πέσει για ύπνο. Με αμμοχάλικο οι δρόμοι, τα βήματα μου χάνονται στους θορύβους της νύχτας, ένα σκυλί μονάχα με αλυχτά, θα μύρισε τη λαχτάρα μου να σε ανταμώσω.
Ακούς τον σιγανό χτύπο στην πόρτα και σε μισό λεπτό -από εκείνα που πουλάνε το χρόνο τους στο άπειρο για να μας βασανίζουν- ανοίγεις.
Παραφύλαγες; Μ' ένιωσες; Έκτη αίσθηση θα το πουν μερικοί αποξηραμένοι, αδιάφοροι για το πως χτυπά μια καρδιά.
Η ματιά μου κατρακυλά πάνω σου σαν καταρράκτης από θαυμασμό. Ήξερες ότι θα έρθω και όλα πάνω σου τιμούν το πόσο μου αρέσεις, πόσο σε θέλω.
Τα μαύρα σου μαλλιά χύνονται ελεύθερα στη πλάτη σου, οι ώμοι σου δεν τα σταματούν, περνάνε λίγο και στην πλάτη. Αφημένα στις μικρές τους ατέλειες ενός πρόχειρου χτενίσματος της τελευταίας στιγμής, με το ασήμι του φεγγαριού πίσω μου να παίζει ήδη κρυφτό μαζί τους.
Ένας ασημένιος κρίκος, από αυτούς τους μεγάλους, κρέμεται στο κάθε σου αυτί στολίζοντας τα "σ' αγαπώ" που τόσες φορές σου έχω ψιθυρίσει φιλώντας τα. Κάθε φορά που τους βλέπω υποφέρω που δεν στους αγόρασα εγώ. Σου πάνε τόσο... ότι σου πάει το θέλω να είναι από μένα...
Τα μάτια σου... σκούρες λίμνες απύθμενες... Του ώριμου κάστανου η σκούρα φλούδα σε τέλειο μείξη με το μαύρο σάλι ανάστερης νύχτας. Όπως στέκεσαι στην πόρτα και με κοιτάς βουτάω μέσα τους, χάνομαι στα βάθη τους, ξαναγεννιέμαι... Η ματιά σου πάνω μου, μία μονάχα ήταν αρκετή, ο χρόνος σταμάτησε, τα ρολόγια μέσα μου πάνε πίσω, λυγερό παλληκάρι στέκομαι μπρος σου, νιος που λαχταρά να σε σφίξει στην αγκαλιά του.
Δε φοράς κραγιόν, δε χρειάζεται. Μπορεί πάλι να είναι τόσο διακριτικό που να μη το καταλαβαίνω; Στα χείλια σου εστιάζομαι για πολλές στιγμές, κρατιέμαι δύσκολα να μην τα κουρσέψω αμέσως εκεί, στην μισάνοιχτη πόρτα.
Τα χείλια σου... τά 'χω φιλήσει τρυφερά, τά 'χω δαγκώσει με πάθους λύσσα, τά 'χει ανοίξει η γλώσσα μου ψάχνοντας τη δικιά σου για να χορέψουν εκείνο το χορό που μας τρελαίνει, έχω κλείσει το κάθε ένα τους απαλά ανάμεσα στα δικά μου...
Τα χείλια σου... ένας από τους χίλιους λόγους που κίνησα να σε βρω...
Οι κόκκινες πέτρες ξεκινούν από την κοκκινόχρυση αλυσίδα που τις στηρίζει γύρω από το λαιμό σου, το κούμπωμα στο σβέρκο από πίσω δε φαίνεται, εκεί σε δαγκώνω μερικές φορές όταν σε έχω δικιά μου. Μεγάλες και μικρές πέτρες, σε κάθε σχήμα, κόκκινες οι περισσότερες, με λίγες διάφανες χάντρες να τους προσθέτουν χάρη.
Φλερτάρουν ξεδιάντροπα οι πέτρες με τα στήθια σου όπως πέφτουν στο ξώπλατο μαύρο μπλουζάκι που φοράς. Τα σκλήρυνε κιόλας κάποια πεθυμιά; τα λαχτάρησα τόσο!

Πώς κρατιέμαι και δεν τα παίρνω στις φούχτες μου, εκεί στην μισάνοιχτη πόρτα. Θέλω τόσο να σκύψω, να τα ελευθερώσω, να βυθιστώ σε αυτούς τους υπέροχους δίδυμους λόφους, να τρυγήσω τις σάρκινες κορφές τους. Δύσκολα κρατιέμαι!
Το εμπριμέ σου φουστάνι, κόσμημα σε ένα λυγερό κορμί… Δεν προλαβαίνω όμως να αποτελειώσει το βλέμμα μου την πλανεύτρα ξενάγηση, να αφεθεί στο θέαμα προσφορά που δε χορταίνω...
Μου πιάνεις το χέρι... Γίνεσαι όλη ένα βλέμμα υπόσχεση, ένα βλέμμα λατρεία, ένα βλέμμα βλέμμα ΣΟΥ, που καρφώνεται στα μάτια μου...
Κλειδώνεις στα μάτια μου, κλειδώνω στα μάτια σου, ριγούμε και οι δυο, το νιώθω.
Δε μιλάς... με τραβάς απαλά προς τα μέσα... ακόμα και της πόρτας τη λαχτάρα να κλείσει πίσω μας θαρρώ πως νοιώθω...
Τα μάτια σου με καλούν μέσα, το σώμα σου κυματίζει ανεπαίσθητα σε μία πρόσκληση που την ξέρω καλά.
Σε έχω μάθει πια… Όταν έχεις φιλήσει, όταν έχεις χαϊδέψει, όταν έχεις πάρει αυτό το κορμί χιλιοστό χιλιοστό προσκυνώντας κάθε του τρέμουλο, όταν το έχεις διεκδικήσει και το έχεις κερδίσει πόντο πόντο, όταν το έχεις ποτίσει με του πάθους τους χυμούς, όταν του κορμιού σου το άρωμα έχει σφραγίσει κάθε του πόρο... ε, τότε έχεις μάθει την γλώσσα του, αποκωδικοποιείς κάθε του σήμα...
Σου γελώ... Θέλω να με εμπιστευθείς, να αφεθείς σε μένα. Η πόρτα μισάνοιχτη μας κοιτά απορημένη, σε δυο τρεις αιωνιότητες μόνο όλα αυτά. Βλέπω την απορία στο βλέμμα σου, δε θα μπω μέσα, τώρα το έχεις καταλάβει...
Τα χείλη μας τα νοιώθω παραπονεμένα... Δεν έσμιξαν εκεί στην πόρτα, δεν κρατάνε πρώτους ρόλους στο σκηνικό που στήνω. Θα απορούν και αυτά αλλά δεν πειράζει, αυτή τη στιγμή άλλα έχω στο μυαλό μου. Όχι, δε θα σε κάνω βορά στις γειτόνισσες που μπορεί να μας βλέπουν πίσω από κάποια γρίλια. Δε θα τους δώσουμε εμείς το θέμα του αυριανού κουτσομπολιού... Εξ' άλλου το ότι είμαστε και οι δυό αναγνωρίσιμοι είναι το αίμα με το οποίο ποτίζουμε το μονοπάτι που χαράξαμε εδώ και χρόνια. Το δικό μας μονοπάτι...
Γελάς... Δε λες τίποτα αλλά αυτό το αγαπημένο χαμόγελο με μία νότα απορίας και πονηριάς δε φεύγει από τα χείλια σου. Ξέρεις ότι κάτι μαγειρεύω, σε έχω συνηθίσει στο απρόοπτο. Αφήνεσαι στα σχέδια μου χωρίς να ρωτάς. Η έκπληξη, η προσμονή του άγνωστου, πάντα σου μεγαλώνει την τελική απόλαυση, λατρεύεις τα παιχνίδια μου, τις ιδέες μου...
Πώς μου αρέσει να διαβάζω την επιδοκιμασία πάνω σου όταν καταλάβεις, την αποδοχή, τη συμμετοχή ή την διεκδίκηση ενός κυρίαρχου ρόλου στο τέλος.
Η κλειδαριά είχε από πίσω το κλειδί... Το παίρνεις και κλείνεις απαλά την πόρτα, μετά το θάβεις σε μία τσέπη της εμπριμέ σου φούστας. Δε λες τίποτα, το χέρι σου βρίσκει το δικό μου, κρύβεται στη φούχτα μου με σιγουριά, σαν πουλί που γύρισε επιτέλους στην φωλιά του.
Μου κρατάς το χέρι και η ζηλιάρα η σελήνη από ψηλά στέλνει μια αχτίδα να προσπαθήσει να τρυπώσει στα μπλεγμένα μας δάχτυλα. Δεν τα καταφέρνει, φέρνει συντροφιά κι άλλες αχτίδες, όμως συμβιβάζονται τελικά παίζοντας με τον ίσκιο που αφήνουμε πίσω μας στο χωμάτινο μονοπάτι... Τίποτα δε θα μπει ανάμεσα στα δάχτυλά μας τα σφιχτομανταλωμένα.
Περάσαμε το ασβεστωμένο πηγάδι, σκεπαστό για τα παιδιά, κάποιες κοπελιές ακόμα το ρωτούν ρίχνοντας ένα μικρό βότσαλο στα κλεφτά, αν ξέρει απαντήσεις να δώσει στα μυστικά τους. Ρωτούν δήθεν παίζοντας, κοιτάζοντας κλεφτά γύρω μη της κοροϊδέψει κανείς...
Το πηγάδι με το γλυφό νερό, άχρηστο εδώ και πολλά χρόνια, που κανείς δεν τόλμησε να το πειράξει, όλοι σέβονταν την ιστορία του. "Τριακόσια χρόνια και, μνημείο το έχουν κάνει" μου έλεγες και γέλαγες... Αν είχε τόσο δροσερό νερό σαν το κελαρυστό σου γέλιο δε θα στέρευε ποτέ!
Τα δάχτυλα χωρίζουν καθώς περνάμε από δύο φωτισμένα σπίτια. Η ζηλιάρα φεγγαραχτίδα πανηγυρίζει, θυμώνω για μια στιγμή αλλά μετά ησυχασμένος γελώ καθώς το χέρι σου με πιάνει αγκαζέ και γέρνεις τρυφερά πάνω μου. Το σύμπαν όλο γύρισε πάλι σε μένα.
Πέντε βήματα ακόμα... το κορμί σου πάντα κρεμασμένο στο μπράτσο μου, τα βήματα μας τα παίρνει η νύχτα για ενθύμιο, τα αφήνει να παίξουν για λίγο το δικό τους ήχο πριν τα ενσωματώσει στη δικιά της μουσική.
Κι αυτή η πονήρω η σελήνη από πάνω μας που όλα τα ξέρει και γελά, φωτίζει τις καρδιές, διώχνει τους ίσκιους πίσω.
Περάσαμε την εκκλησούλα του Άγιου Νικόλα, πάντα φρεσκοβαμμένη, κάτασπρη με το μπλε καμπαναριό, πεντακάθαρη, να αντιφεγγίζει τις φεγγαραχτίδες που την αγκαλιάζουν και την προσπερνούν στοργικά.
Αφήσαμε πίσω μας τα αρμυρίκια και τους θάμνους να καλύπτουν την μάντρα του κυρ-Ανέστη, και εκεί σε έχω φιλήσει την άλλη φορά που ανταμώσαμε νυχτιάτικα, θυμάσαι; Στο πρώτο μας ραντεβού σε αυτό το χωριό, σκαστοί κι οι δυο, τότε που το ανακαλύπταμε ακόμα...
Ο δρόμος τέλειωσε, τα πόδια βυθίζονται στην άμμο... Μπροστά μας η μεγάλη πλανεύτρα κυματίζει, αλλού ασημένια αλλού σκουρωπή, μερικές βάρκες δεμένες σε μία μικρή τσιμεντένια προβλήτα...
Άμμος κάτω μας, το φεγγάρι από πάνω πετά ασήμι να παίξουν τα κύματα, γυρνώ και σε φιλώ... Πώς το κατάλαβες; με ξέρεις και συ... Τα χείλια μας μεταλλάχτηκαν σε κέρινα, λιώνουν... Το κορμί σου σφίγγεται επάνω μου... Σου χαϊδεύω τρυφερά τα μαλλιά, σου αρέσει αυτό, τα χέρια μου στο πρόσωπο σου, σε πίνω ξανά...
Μετά σε αγκαλιάζω... Λες και φοβάμαι μη σε πάρει κάποιο της νύχτας ξωτικό, δεν ξέρω τι παιχνίδια θέλει να μου παίξει αυτό το περίεργο φεγγάρι πάνω μας που ασημώνει τον ντουνιά και γελάει...
Σε αφήνω, βγάζω τα παπούτσια μου... δε χρειάζεται να σου πω τίποτα, τα δικά σου είναι πεταμένα δίπλα στα δικά μου σε δευτερόλεπτα, εκεί δίπλα στην παρατημένη βάρκα. Σε πιάνω από το χέρι, σε κοιτώ, ξέρεις πριν το πω, το νοιώθω πως ξέρεις τι θέλω να κάνουμε…
Σιγά τα πρώτα βήματα, πιο γρήγορα μετά, τρέχουμε, γελάμε σαν μαθητούδια, πάντα πιασμένοι χέρι χέρι... Η αμμουδιά νοτίζει κάτω από τα πόδια μας πάμε παράλληλα τώρα με την άκρη της θάλασσας, τρέχουμε προς τον μεγάλο αμμόλοφο και σε κάτι αρμυρίκια πιο πέρα...
.........
- Τι κοιτάς ρε...;
- Κοίτα φάση, ρε... να εκεί, στη παραλία... ένας πουρός και μια κυρά, σαρανταφεύγα τούς κόβω και τους δύο, τρέχουν στην άμμο!
- Πλάκα κάνεις!
- Μα δεν τους βλέπεις; Κοντά μας πέρασαν όπως έτρεχαν! Λες να έβαψε για πλάκα ο τύπος το μαλλί γκρίζο ; Αλλά χωμένος εσύ μέσα στη βάρκα για να κάνεις τσιγάρο...
- Καλά, δε το πιστεύω... Κοίτα ρε... τρέχουν σιγά σιγά πιασμένοι χεράκι χεράκι αλλά γελάνε λες και είναι τεκνά που κάνουν μαραθώνιο. Πιο γρήγορα γι αυτούς δεν έχει, τα τίναξαν ! Και ο τύπος έχει και τα κιλά του… Τα είδα όλα σήμερα!!
- Έλα τώρα, εντάξει, τα πουρά όλο θα κοιτάμε; Έκανες το τσιγάρο σου, πάμε να φύγουμε..
.........
Και τρέχουμε... είδες τι γρήγορα που τρέχουμε; Κοιτώ τα μαλλιά σου, τα πάντα μαύρα για μένα να ανεμίζουν όπως τα ανακατεύει η φόρα μας και το αγέρι από τη θάλασσα... Κοιτώ τα σκούρα μάτια σου να φέγγουν με φως δανεισμένο από τον ήλιο που θα λάμψει πάλι αύριο, κοιτώ τους κρίκους να πιάνουν μια φεγγαραχτίδα αιχμάλωτη στα αυτιά σου και μετά να την αφήνουν... Ποια κούραση... ατσάλι στα πόδια, παιδιού καρδιά, δίπλα μου να σε έχω μονάχα...
Έτσι μπράβο! Μη μου αφήνεις το χέρι... Όσο δε με αφήνεις δε καταλαβαίνω και δεν έχω τίποτε άλλο παρά μόνο εσένα...
Να εκεί στο λόφο θα σταματήσουμε, έχει ξερά αρμυρίκια τα είδα πριν που ερχόμουν. Θα ανάψουμε φωτιά, μεγάλη φωτιά και μετά θα δούμε τη θάλασσα, να βρούμε λίγο τις χαμένες μας ανάσες και να πέσουνε οι χτύποι της καρδιάς.
Με κοιτάς απορημένη, μετά γελάς. Όλα τα κατάλαβες και λέξη δυνατά ας μην είπα. Τόσο πολύ πια διαβάζεις το γέλιο μου;
Ναι, έχω σχέδια. Μπορεί η νύχτα να άρχισε χωρίς εμάς, θα τελειώσει όμως με μας.
Πολλά σχέδια... Έλα, λίγο ακόμα, μη γελάς, εντάξει, κουράγιο σε μένα δίνω!
Φτάσαμε καπετάνισσα της καρδιάς μου! Να το κάστρο μας, το καράβι μας!! Αν θες σαλπάρουμε, σου διάλεξα την καλύτερη καμπίνα!!
Φαρδύ το αμμουδερό κρεβάτι κατά πώς πρέπει… Πού ξέρεις, μπορεί να μην αντέξω να περιμένω να γυρίσουμε σπίτι σου, μπορεί να μας μεθύσει της νύχτας το κόκκινο κρασί και να τα ξεχάσουμε όλα... Ναι εδώ, δίπλα στη φωτιά, στη νοτισμένη άμμο. Για αυτό διάλεξα να ξαποστάσουμε πίσω από τους αμμόλοφους που μας κρύβουν από αδιάκριτα μάτια...
Εδώ, μαζί, όσο βαστά η νύχτα! Όσο βαστούν τα όνειρα... Πριν βγει ο ήλιος και λυθούν τα μάγια, πριν ορμήσει πάλι ο χρόνος απρόσκλητος μέσα μας.
Έλα καλή μου! Έλα όσο αυτό το αλήτικο φεγγάρι ψηλά μας κλείνει το μάτι !!

ΤΕΛΟΣ

Το παραπάνω διήγημα θα αναρτηθεί και στο δρώμενο "Ερωτική Υμνωδία", (  εδώ  ) στο ιστολόγιο "On the Up and Up" της Lysippe. Είναι μία αξιέπαινη προσπάθεια συλλογής ερωτικών διηγημάτων. 

Για επιστροφή στο μενού διηγημάτων πατείστε εδώ 
Για επιστροφή στο βασικό μενού πατείστε εδώ  



14 σχόλια:

  1. Κι εμένα μου έκλεισε το μάτι η ιστορία σου Gip.
    Κι ας μην έχει φεγγάρι, κι ας είναι καταμεσήμερο. Ευτυχισμένη όποια γυναίκα αγαπιέται έτσι από έναν άντρα. Κι ας είναι και στα όνειρά του.Δεν αλλάζει κάτι γιατί η αγάπη είναι ενέργεια. Έτσι δε λένε; Και έτσι είναι. Έχει τη δύναμη να σπάζει το φράγμα της απόστασης και του ονειρικού κόσμου και να αγκαλιάζει το αγαπημένο πρόσωπο σαν αφράτη κουβέρτα: ζεστά τόσο όσο. Σφιχτά τόσο όσο, μα πάντα σταθερά.
    Πολύ καλό με ιδιαίτερη σημείωση στην παρεμβολή των μικρών που καπνίζουν κρυφά και διαχωρίζουν το χρόνο της ιστορίας με το σχόλιό τους. Έξυπνο.
    Καλό απόγευμα Gip!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Χαίρομαι πολύ που σου άρεσε Μαρία.
    Κι όπως λένε... από ένα κείμενο δεν μπορείς να βγάλεις συμπεράσματα μόνο για τον συγγραφέα του αλλά και για αυτόν που το σχολιάζει... Έχεις πλούσιο συναισθηματικό κόσμο !
    Σε ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια.
    Να είσαι καλά !

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Ωωωωωωω Γιώργο !!
    αγαπητέ, το θεωρώ ίσως το καλύτερό σου μέχρι τώρα από όσα είχα την τύχη να διαβάσω.
    Δεν θα το έλεγα απλά ένα συναισθηματικό διήγημα. Προσωπικά θα το έβαζα άνετα και ανεπιφύλακτα στα κείμενα εκείνα της Ερωτικής Υμνωδίας.
    Η Σκηνή της συνάντησης των δύο εραστών στην πόρτα την νύχτα. Το μπουμπούκιασμα των σωμάτων και των αισθήσεων.
    Αλλά και η σκηνή του οδοιπορικού τους προς την ακτογραμμή είναι εκπληκτικές !!!
    Μοναδική ευαισθησία, ξεχείλισμα όμορφων εικόνων και παντού ένας παντοδύναμος αισθησιασμός αποδεικνύοντας ότι το ερωτικό δεν είναι πάντα και "αποκαλυπτικά προχωρημένο" στην περιγραφή του.
    Γιώργο μου, απόλαυσα ένα υπέροχο διήγημα πραγματικά.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Μου έδωσες ιδέα !
    Σε ευχαριστώ πολύ για τα καλά σου λόγια !!
    Θα το βάλω στην ερωτική Υμνωδία.
    Να είσαι καλά !!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Εκπληκτικη η διηγηση σου με πολλες σκηνες και περιγραφες Τελειο!!!!!Θα σταθω:Τα μάτια σου... σκούρες λίμνες απύθμενες..Να εισαι παντα καλα φιλε μου και να δημιουργεις!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. εσύ να είσαι καλά φίλε μου !
      Χαίρομαι που σου άρεσε.
      Ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια !

      Διαγραφή
  6. Μας άφησες ένα χαμόγελο στα χείλη, Γιώργο. Η προσμονή, το σμίξιμο... τα πάντα και το καθένα ξεχωριστά φαντάζουν τόσο αλλιώτικα όταν υπάρχει και το συναίσθημα· συμμετέχουν όλα, όχι μόνο η σάρκα κι η επιθυμία να σβήσει απλά ο πόθος. Τότε, μιλάμε για ιερουργία! Μπράβο σου!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  7. Καλή μου φίλη, πόσο χαίρομαι που σου άρεσε τόσο !
    Συμφωνώ απόλυτα με όσα λες. Αλοίμονο αν οι ανθρώπινες σχέσεις ήταν μόνο ένα κυνήγι ηδονής.
    Είναι βέβαια συχνά και έτσι. Το έδειξα αυτό σε άλλα μου διηγήματα. Όπως έγραψε και η Σταυρούλα σε ένα σχόλιο της, ο κόσμος στην εποχή που ζούμε θέλει και λίγο ροζ. Πολύ γκρίζο έχει πέσει. Θα συμπληρώσω εγώ ότι θέλει ο κόσμος κάτι για να γελάσει. Θέλει και κάτι τολμηρό, να φύγει το μυαλό του από τα τετριμένα και τα πιεστικά για λίγο. Να πετάξει. Να ονειρευτεί, να απορήσει με τις σκέψεις του, γιατί όχι ;
    Θέλει όμως και κάτι τρυφερό. Θέλει το ποίημα, θέλει το συναίσθημα, θέλει να του γράψεις για την αγάπη. Σε αυτά του προσφέρεις το όνειρο σε μία άλλη μορφή,πιο ολοκληρωμένη.
    Αυτό κάνεις με την ΕΡΩΤΙΚΗ ΥΜΝΩΔΙΑ ! Μας δίνεις την ευκαιρία να προσφέρουμε το τρυφερό αλλά και το τολμηρό, το συναισθηματικό αλλά και το ερωτικά έντονο. Και πολύ σωστά. Απ' όλα δεν έχει η ζωή ;

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  8. συναρπαστικό και με πολύ καλή περιγραφή, με ξάφνιασε ευχάριστα !

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  9. Σε ξάφνιασε ευχάριστα ;; Πωπω, κακή ιδέα που θα είχες για μένα ! χαχαχα
    Σε ευχαριστώ Αννετάκι για τον καλό σου λόγο.
    να είσαι καλά !

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  10. Γιώργο μου, καλη σου μέρα.
    Πόσο μα πόσο εξαιρετικό αυτό σου το διήγημα.
    Πόσα όμορφα λόγια, πόσες ολόγλυκες στιγμές κι άλλες τόσες ακόμα πιο όμορφες που άφησες να εννοήθουν.
    Με γοήτευσε πάρα πολύ αυτό σου το κείμενο. Ζωντανό, γλαφυρό, ανθρώπινο.
    Και το πηγάδι είδα, και τη θάλασσα άκουσα και λαχανιασα κι απ' το τρέξιμο.
    Σε ευχαριστώ πολύ για ό,τι διάβασα καλέ μου.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  11. Σταυρούλα, ειλικρινά δεν έχω λόγια να σε ευχαριστήσω.
    Τόσο καλά λόγια. Αν κοκκίνιζα... αστακός θα είχα γίνει ! :)
    Χαίρομαι που το ευχαριστήθηκες. ναι, είναι από τα αγαπημένα μου.
    Δεν έχω πάει στο μέρος που περιγράφω, δεν ξέρω καν αν υπάρχει. Αν το έκανα να φανεί πραγματικό, τότε καλά το ζωγράφισε η γραφή μου.
    Χίλια ευχαριστώ ! Τέτοια κριτική από μία τόσο αξιόλογη πέννα σαν τη δική σου με τιμά ιδιαίτερα !!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  12. Μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις ενός συγγραφέα είναι να μην χάσει το ενδιαφέρον του ο αναγνώστης. Να του κρατήσει όλες τις αισθήσεις σε επαγρύπνηση, να αδημονεί για την επόμενη πρόταση. Όλη του η σοφία βρίσκεται εκεί, εκεί που υπνωτίζει τον αναγνώστη με την μαγεία του και μετά ...μετά τον κάνει ότι θέλει :)
    Βρήκα στην μισάνοιχτη πόρτα ισχυρή υπνωτική ουσία, βρήκα το παράνομο(?) στο ζευγάρι στο κουτσομπολιό, στους νέους, βρήκα την δύναμη των χεριών που ενώνονται. Συνωμότες της στιγμής, που ξεφεύγουν από την εφεύρεση του χρόνου και ενώνονται στον δικό τους μαγικό χρόνο, στη φύση και σε όλα όσα απλόχερα τους χαρίζει. "Να τρέξουμε Μαζί ως το θάνατο και να γίνουμε κόκκοι άμμου, το ξέρεις πως η άμμος είναι από όστρακα φτιαγμένη;" αυτό είναι δικό μου. χαχαχ Ξέφυγα, ευτυχώς στο τέλος του διηγήματος. Έμεινα εκεί μέχρι το τέλος

    Μεθοδικός, πιστός στο επιμύθιο, και κάτι άλλο :)
    Μου άρεσε πολύ, σε φιλώ :)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  13. ΜεθοδικΟς ; ΠιστΟς ;
    Βρε Μάνια, τόσο σου άρεσε που έκανες αλλαγή φυλου για να μη παρασυρθείς ;
    ΧΑΧΑΧΑ ΧΑΧΑΧΑ ΧΑΧΑΧΑ

    Καλή μου φίλη,
    Τόσο κολακεύτηκα από το σχόλιο σου που είπα να αρχίσω πειράζοντας σε για να διασκεδάσω την αμηχανία μου.
    Είσαι υπέροχη όταν κολακεύεις κάποιον και υποψιάζομαι ΟΧΙ ΜΟΝΟ ΤΟΤΕ !!
    Να είσαι καλά κορίτσι μου, μού έφτιαξες τη μέρα ! Ναι, κάνουμε όλοι οι δημιουργοί (του οτιδήποτε) τους αδιάφορους αλλά θέλουμε την καλή κουβέντα ! Μας ανεβάζει και μας ενθαρρύνει.
    Χαίρομαι πολύ που σου άρεσε !
    Πολλά φιλιά

    ΑπάντησηΔιαγραφή