Να
αναγνωσθεί από ενήλικους αναγνώστες και μόνο.
Πρόλογος
: ένα ερωτικό διήγημα,
βασισμένο σε αληθινά περιστατικά που έγιναν κατά καιρούς σε διάφορες επαρχιακές
πόλεις και είδαν το φως της δημοσιότητας. Τα δομικά υλικά της ιστορίας είναι
αληθινά αλλά το τελικό κατασκεύασμα, η συγκεκριμένη ιστορία, είναι φανταστική.
Μοντάζ διαφόρων ιστοριών σε μία έκανα, με τη φαντασία μου να παίζει πρωτεύοντα
ρόλο στην όλη προσπάθεια.
Η ιστορία διαδραματίζεται προ κρίσης, κάπου στη δεκαετία του 2000. Τα
ονόματα και τα επίθετα, όπως και τα επαγγέλματα είναι από τη φαντασία μου. Όποια
σχέση των ονομάτων και των επιθέτων που χρησιμοποιώ με πραγματικά πρόσωπα που
έζησαν ή ζουν είναι αθέλητη και εντελώς συμπτωματική.
Μέρος Α!
Ο Μάκης έγειρε πίσω το κάθισμα του και κοίταξε από το ανοιχτό παράθυρο. Ήταν
μεσημέρι και ο ανοιξιάτικος ήλιος τού ήταν ευχάριστος. Έγειρε το κορμί του πίσω
στην καρέκλα και ήπιε μία ακόμα γουλιά από τον καφέ του.
«Να στείλω την επόμενη ;» του είπε η Μάνια ανοίγοντας την πόρτα του. «Περιμένουν τρείς ακόμα, δεν βλέπω να έρχονται άλλοι»
«Σου έχω πει να χτυπάς !»
«Μόνος είσαι ! Αν είχες κόσμο...»
«Θα χτυπάς ούτως ή άλλως , εντάξει ; στείλε την σε ένα λεπτό !»
Δεν είχε λόγο για το ένα λεπτό, ήθελε να την σπάσει στη Μάνια. Από τότε που την είχε πηδήξει φερόταν λες και είχε δικαιώματα. «Γιατροί και νοσοκόμες, όλα ίσωμα» σκέφθηκε. Πάντως την παραδεχόταν, στο κρεβάτι ήταν ασυναγώνιστη.
Το χτύπημα στην πόρτα τον έβγαλε από τις αναπολήσεις του σχετικά με τις ερωτικές επιδόσεις της νεαρής νοσοκόμας που ήταν βοηθός του.
«Περάστε» είπε περιμένοντας να δει τον επόμενο του ασθενή.
Η πόρτα άνοιξε και ... μία εκκένωση πολλών χιλιάδων ερωτικών βολτ γεφύρωσε ένα ζευγάρι καστανά μάτια με ένα ζευγάρι γαλάζια.
Η Νένα Αννοπούλου, σύζυγος του Περικλή Αννόπουλου, του μεγαλύτερου δικηγόρου του νομού, είδε μπροστά της ένα ψηλό, άνδρα με σκούρα ξανθά μαλλιά, γαλάζια μάτια και δεμένο σώμα. Τον έκανε γύρω στα 35 με 40 και είχε δίκιο.
Η άσπρη ρόμπα του ήταν ανοιχτή, το πράσινο ριγωτό πουκάμισο από μέσα έδειχνε λίγο από το δασύτριχο στήθος του. Το ύφος του, επαγγελματικά σοβαρό ανακατεμένο με κάτι το αυθάδικο, ακτινοβολούσε την αυτοπεποίθηση του καθαρόαιμου επιβήτορα που ξέρει ότι αρέσει.
Ο Μάκης Πετρόπουλος, γενικός παθολόγος στο τοπικό νοσοκομείο του νομού, πρόσφατα αποσπασμένος εκεί, είδε μπροστά του μία ψηλή γυναίκα με καστανά μάτια και καστανά μαλλιά με κόκκινες αποχρώσεις. Την έκανε λίγο μεγαλύτερη του και είχε δίκιο, η Νένα τον προηγούμενο μήνα είχε κλείσει τα 43 (και το έφερε βαρέως).
Τα μαλλιά της Νένας ήταν μακριά, σχεδόν ίσια και έπεφταν στους ώμους της. Το πλούσιο στήθος της ασφυκτιούσε κάτω από το κίτρινο πουκάμισο που φορούσε ενώ το στενό μαύρο φόρεμα τόνιζε τις καμπύλες της από την μέση και κάτω. Το όλο σύνολο τέλειωνε αριστουργηματικά με ψηλά καλοσμιλεμένα πόδια σε σκούρο μπεζ καλσόν και μαύρες δεκάποντες γόβες.
«Καλά μού τον έλεγαν» σκέφθηκε η Νένα καθώς του χάριζε ένα χαμόγελο και καθόταν στην καρέκλα απέναντι του. «Κούκλος ! Φαίνεται περπατημένος και από τη ματιά που μου έριξε, του άρεσα. Ενδιαφέρουσα περίπτωση...»
«ΤΟ μανάρι !» σκέφθηκε ο Μάκης ενώ η ματιά του στεκόταν επίμονα στο στήθος της, λες και το παρακαλούσε να σπάσει τα δεσμά των κουμπιών και του πουκάμισου που το κάλυπταν, να απελευθερωθεί. Μετά η Νένα κάθισε, και οι γάμπες της όπως της σταύρωσε (σηκώνοντας την φούστα της λίγο παραπάνω από ότι ήταν αναγκαίο) μονοπώλησαν την προσοχή του. «Πρέπει να πιάσω τιμόνι σ' αυτή τη φρεγάτα" σκέφτηκε, «...αξίζει !»
Θαλασσινό το σόι του Μάκη, στη θάλασσα δίπλα μεγάλωσε, από τέτοιες εκφράσεις ήξερε. Και από τέτοιες καταστάσεις ήξερε. Ομορφόπαιδο, τον ξεχώριζαν οι γυναίκες κάθε ηλικίας. Πέρα από την κορμοστασιά του, ήταν αρρενωπός από μικρός, εξέπεμπε μία εφηβική σεξουαλικότητα που τράβαγε.
Πρώτα τράβηξε την δεύτερη θεία του, μία φλογερή σαρανταπεντάρα, γυναίκα ενός πρώτου ξάδελφου τού πατέρα του. Φλογερή γυναίκα η θεία, δεν ήθελε η ερωτική της ζωή να τελειώσει με τον θάνατο του άνδρα της. Αισθανόταν νέα ακόμα, απολύτως μάχιμη, πίστευε ότι αν ήθελε τίποτα δεν είχε τελειώσει ...και δεν τελείωσε. Όπως μάλιστα είχε μία αδυναμία στα νεανικά κορμιά ανέλαβε με μεγάλο ζήλο την ερωτική διαπαιδαγώγηση του Μάκη.
Φρόντισε λοιπόν να τον ερεθίσει, τριβόταν πάνω του, κόλλαγε το πόδι της στο δικό του κάτω από το τραπέζι σε οικογενειακές συγκεντρώσεις, άφηνε τον Μάκη να απολαύσει τη θέα από τα μπούτια της που μισοφαίνονταν μέσα από ρόμπες ή φούστες και από στήθη που διαγράφονταν κάτω από ξεκούμπωτες μπλούζες και πουκάμισα.
Πολλά δεν ήθελε ο Μάκης, το αίμα του έβραζε. Πήγε ένα απόγευμα για επίσκεψη στο σπίτι της θείας και έφυγε τέσσερις ώρες αργότερα... Αλλού πατούσε και αλλού βρίσκονταν, σύρθηκε δύσκολα μέχρι το σπίτι του, τον ξεζούμισε η θεία... Κι ήταν και καλοκαίρι και δεν μπορούσε να βγάλει το μπλουζάκι του, μη φανούν οι πιπιλιές από το ακούραστο της στόμα...
Μπορεί να ήταν καλή η θεία στην εκπαίδευση αλλά και ο Μάκης ταλέντο... Να τα λέμε αυτά ! Δεν χρειαζόταν να του δείξει κάτι δεύτερη φορά. Το πρώτο βράδυ τον ξεζούμισε, το δεύτερο τον κατάφερε αλλά της απέσπασε κάτι αναστεναγμούς, το τρίτο βράδυ άρχισε η θεία να βογγά δυνατότερα... Από εκεί και μετά, για να μην ακούγεται η θεία έπρεπε να κλείνουν καλοκαιριάτικα τα παράθυρα...
Καλός μαθητής σε όλα του ο Μάκης, όχι μόνο στα ερωτικά. Διάβαζε, έτρεχε σε φροντιστήρια, μόνο λίγο το Σαββατοκύριακο έβγαινε. Με παρέα ή "να παίξει κανένα μπιλιάρδο με φίλους". Έτσι έλεγε στους δικούς του την επίσκεψη στης θείας. Το καλό δε με αυτή την κατάσταση, , καλό ιδίως για τον μπαμπά του που είχε πάρει χαμπάρι ότι κάτι τρέχει με τη θεία, ήταν ότι δεν άφηνε στον Μάκη καιρό για φλερτάκια, απελπισμένους έρωτες με συνομήλικες ή μικρότερες. Από αυτά που δεν σε αφήνουν να διαβάσεις, για αυτό και η χαρά του μπαμπά. Η καρδιά του Μάκη ανέπαφη λοιπόν, το μυαλό του ασκότιστο, για το κορμί του φρόντιζε η θεία να ξεδίνει. Καλή της ώρα...
Κόπηκε στην Ιατρική την πρώτη φορά ο Μάκης, αλλά δεν το έβαλε κάτω, στρώθηκε να ξαναδοκιμάσει. Με την θεία είχε μπουχτίσει αλλά και πάλι δεν έμπλεξε με αγάπες. Το καλοκαίρι τού κράτησαν παρέα δυό τουρίστριες, ήταν η πρώτη φορά που έμπαινε σε τρίο με δυό γυναίκες, σπορ που το τιμούσε συχνά και αργότερα όταν ενηλικιώθηκε, αν και όταν οι περιστάσεις το σήκωναν. Πάντα με αυτόν πρωταγωνιστή και δύο γυναίκες στο πλάϊ, έτσι το εννοούσε το τρίο ο Μάκης, δεν ήθελε άλλο ένα κόκορα και να μοιράζονται μία κότα.
Για δέκα μέρες είχαν έρθει στο νησί η Μπριγκίτε και η Γκρέτα, δυό 25ρες Ολλανδέζες. Δυό μήνες έμειναν. Μέχρι τα εισιτήρια να γυρίσουν στην Ολλανδία τους έδωσε (τράκα από τον πιο μεγάλο του αδελφό που δούλευε μηχανικός σε καράβια). Όσο για το χειμώνα, τον τελευταίο του στο νησί, την θεία την διαδέχτηκε μια 30ρα υπαξιωματικός του Λιμενικού που είχε χωρίσει πριν λίγο από κάποιον άλλο και το φλογερό κορμί της ζητούσε έντονη ερωτική δράση.
Πέρασε στην Ιατρική Αθηνών την δεύτερη φορά ο Μάκης, το χάρηκε όλο το νησί (εκτός από τη λιμενικό και την θεία. Αν και σε δεύτερη μοίρα πλέον η θεία, όλο και κάτι τσίμπαγε από το κορμί του αραιά και που).
Όταν πήγε στην Αθήνα ο Μάκης ήταν ένας ερωτικά ώριμος άνδρας. Οι περιπέτειες του στη συνέχεια σαν φοιτητής ήταν με γυναίκες κάθε ηλικίας και κάθε τάξης, κατά προτίμηση μεγαλύτερες του. Οπαδός τού "η γριά κότα έχει το ζουμί", τραγούδαγε το "μια 40ρα είναι δύο 20ρες" και το πίστευε. Είχε αποκτήσει μία αρρενωπή σεξουαλικότητα, ένα θράσος, αυτό το "σε θέλω και θα σε πάρω" που τρελαίνει πολλές γυναίκες σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του πλανήτη. Είχε την εξυπνάδα να μείνει μακριά από αγάπες και λουλούδια, βουτούσε στον διαθέσιμο γυναικόκοσμο της Αθήνας και τον ρούφαγε μέχρι το μεδούλι.
Τα ίδια έκανε σαν φαντάρος και μετά σαν γιατρός πλέον στο αγροτικό. Νοσοκόμες, γιατρίνες, φοιτήτριες και παντρεμένες, μικρές και μεγάλες, από όλα δοκίμασε. Χωρίς αυτό να εμποδίζει την καριέρα του σαν γιατρός. Πρόσεχε, όσο γίνονταν. Βέβαια, μέσα στα χρόνια που πέρασαν και σε γυναικομπελάδες έμπλεξε, και κάποιες χυλόπιτες έφαγε και παρ' ολίγο να μπλέξει σοβαρά δυό φορές. Τη γλύτωσε όμως, όπως έλεγε ο ίδιος μετά.
Του γκρίνιαζε η μάννα του «να μαζευτεί από τις ασωτίες και να κάνει οικογένεια», αλλά δεν άκουγε. Ή έτσι το έπαιζε, τελευταία η σκέψη πέρναγε από το μυαλό του πότε πότε... Όχι όμως συχνά.
Όσο για την Νένα που καθιστή στην καρέκλα του ασθενή τον έτρωγε με τα μάτια της, ο άνδρας της κόντευε τα 60. "Καριέρα παντρεύτηκε" την κουτσομπόλευαν οι φίλες της και δεν είχαν άδικο. Για αυτό ήθελε να μείνει κολλημένη στα νιάτα της και αγχωνόταν, να προλάβει να κλέψει από τη ζωή τις έντονες συγκινήσεις που εκείνος δεν της προσέφερε πια.
Η Νένα και ο άνδρας της ζούσαν ο κάθε ένας στον κόσμο του, όσο γινόταν διακριτικά. Εκείνος το έριχνε έξω με τις ακριβοπληρωμένες "συνοδούς πολυτελείας" που τού έρχονταν από Θεσσαλονίκη και Αθήνα. Την γυναίκα την γλέντησε λίγο, μετά το ενδιαφέρον του στράφηκε αλλού.
«Να στείλω την επόμενη ;» του είπε η Μάνια ανοίγοντας την πόρτα του. «Περιμένουν τρείς ακόμα, δεν βλέπω να έρχονται άλλοι»
«Σου έχω πει να χτυπάς !»
«Μόνος είσαι ! Αν είχες κόσμο...»
«Θα χτυπάς ούτως ή άλλως , εντάξει ; στείλε την σε ένα λεπτό !»
Δεν είχε λόγο για το ένα λεπτό, ήθελε να την σπάσει στη Μάνια. Από τότε που την είχε πηδήξει φερόταν λες και είχε δικαιώματα. «Γιατροί και νοσοκόμες, όλα ίσωμα» σκέφθηκε. Πάντως την παραδεχόταν, στο κρεβάτι ήταν ασυναγώνιστη.
Το χτύπημα στην πόρτα τον έβγαλε από τις αναπολήσεις του σχετικά με τις ερωτικές επιδόσεις της νεαρής νοσοκόμας που ήταν βοηθός του.
«Περάστε» είπε περιμένοντας να δει τον επόμενο του ασθενή.
Η πόρτα άνοιξε και ... μία εκκένωση πολλών χιλιάδων ερωτικών βολτ γεφύρωσε ένα ζευγάρι καστανά μάτια με ένα ζευγάρι γαλάζια.
Η Νένα Αννοπούλου, σύζυγος του Περικλή Αννόπουλου, του μεγαλύτερου δικηγόρου του νομού, είδε μπροστά της ένα ψηλό, άνδρα με σκούρα ξανθά μαλλιά, γαλάζια μάτια και δεμένο σώμα. Τον έκανε γύρω στα 35 με 40 και είχε δίκιο.
Η άσπρη ρόμπα του ήταν ανοιχτή, το πράσινο ριγωτό πουκάμισο από μέσα έδειχνε λίγο από το δασύτριχο στήθος του. Το ύφος του, επαγγελματικά σοβαρό ανακατεμένο με κάτι το αυθάδικο, ακτινοβολούσε την αυτοπεποίθηση του καθαρόαιμου επιβήτορα που ξέρει ότι αρέσει.
Ο Μάκης Πετρόπουλος, γενικός παθολόγος στο τοπικό νοσοκομείο του νομού, πρόσφατα αποσπασμένος εκεί, είδε μπροστά του μία ψηλή γυναίκα με καστανά μάτια και καστανά μαλλιά με κόκκινες αποχρώσεις. Την έκανε λίγο μεγαλύτερη του και είχε δίκιο, η Νένα τον προηγούμενο μήνα είχε κλείσει τα 43 (και το έφερε βαρέως).
Τα μαλλιά της Νένας ήταν μακριά, σχεδόν ίσια και έπεφταν στους ώμους της. Το πλούσιο στήθος της ασφυκτιούσε κάτω από το κίτρινο πουκάμισο που φορούσε ενώ το στενό μαύρο φόρεμα τόνιζε τις καμπύλες της από την μέση και κάτω. Το όλο σύνολο τέλειωνε αριστουργηματικά με ψηλά καλοσμιλεμένα πόδια σε σκούρο μπεζ καλσόν και μαύρες δεκάποντες γόβες.
«Καλά μού τον έλεγαν» σκέφθηκε η Νένα καθώς του χάριζε ένα χαμόγελο και καθόταν στην καρέκλα απέναντι του. «Κούκλος ! Φαίνεται περπατημένος και από τη ματιά που μου έριξε, του άρεσα. Ενδιαφέρουσα περίπτωση...»
«ΤΟ μανάρι !» σκέφθηκε ο Μάκης ενώ η ματιά του στεκόταν επίμονα στο στήθος της, λες και το παρακαλούσε να σπάσει τα δεσμά των κουμπιών και του πουκάμισου που το κάλυπταν, να απελευθερωθεί. Μετά η Νένα κάθισε, και οι γάμπες της όπως της σταύρωσε (σηκώνοντας την φούστα της λίγο παραπάνω από ότι ήταν αναγκαίο) μονοπώλησαν την προσοχή του. «Πρέπει να πιάσω τιμόνι σ' αυτή τη φρεγάτα" σκέφτηκε, «...αξίζει !»
Θαλασσινό το σόι του Μάκη, στη θάλασσα δίπλα μεγάλωσε, από τέτοιες εκφράσεις ήξερε. Και από τέτοιες καταστάσεις ήξερε. Ομορφόπαιδο, τον ξεχώριζαν οι γυναίκες κάθε ηλικίας. Πέρα από την κορμοστασιά του, ήταν αρρενωπός από μικρός, εξέπεμπε μία εφηβική σεξουαλικότητα που τράβαγε.
Πρώτα τράβηξε την δεύτερη θεία του, μία φλογερή σαρανταπεντάρα, γυναίκα ενός πρώτου ξάδελφου τού πατέρα του. Φλογερή γυναίκα η θεία, δεν ήθελε η ερωτική της ζωή να τελειώσει με τον θάνατο του άνδρα της. Αισθανόταν νέα ακόμα, απολύτως μάχιμη, πίστευε ότι αν ήθελε τίποτα δεν είχε τελειώσει ...και δεν τελείωσε. Όπως μάλιστα είχε μία αδυναμία στα νεανικά κορμιά ανέλαβε με μεγάλο ζήλο την ερωτική διαπαιδαγώγηση του Μάκη.
Φρόντισε λοιπόν να τον ερεθίσει, τριβόταν πάνω του, κόλλαγε το πόδι της στο δικό του κάτω από το τραπέζι σε οικογενειακές συγκεντρώσεις, άφηνε τον Μάκη να απολαύσει τη θέα από τα μπούτια της που μισοφαίνονταν μέσα από ρόμπες ή φούστες και από στήθη που διαγράφονταν κάτω από ξεκούμπωτες μπλούζες και πουκάμισα.
Πολλά δεν ήθελε ο Μάκης, το αίμα του έβραζε. Πήγε ένα απόγευμα για επίσκεψη στο σπίτι της θείας και έφυγε τέσσερις ώρες αργότερα... Αλλού πατούσε και αλλού βρίσκονταν, σύρθηκε δύσκολα μέχρι το σπίτι του, τον ξεζούμισε η θεία... Κι ήταν και καλοκαίρι και δεν μπορούσε να βγάλει το μπλουζάκι του, μη φανούν οι πιπιλιές από το ακούραστο της στόμα...
Μπορεί να ήταν καλή η θεία στην εκπαίδευση αλλά και ο Μάκης ταλέντο... Να τα λέμε αυτά ! Δεν χρειαζόταν να του δείξει κάτι δεύτερη φορά. Το πρώτο βράδυ τον ξεζούμισε, το δεύτερο τον κατάφερε αλλά της απέσπασε κάτι αναστεναγμούς, το τρίτο βράδυ άρχισε η θεία να βογγά δυνατότερα... Από εκεί και μετά, για να μην ακούγεται η θεία έπρεπε να κλείνουν καλοκαιριάτικα τα παράθυρα...
Καλός μαθητής σε όλα του ο Μάκης, όχι μόνο στα ερωτικά. Διάβαζε, έτρεχε σε φροντιστήρια, μόνο λίγο το Σαββατοκύριακο έβγαινε. Με παρέα ή "να παίξει κανένα μπιλιάρδο με φίλους". Έτσι έλεγε στους δικούς του την επίσκεψη στης θείας. Το καλό δε με αυτή την κατάσταση, , καλό ιδίως για τον μπαμπά του που είχε πάρει χαμπάρι ότι κάτι τρέχει με τη θεία, ήταν ότι δεν άφηνε στον Μάκη καιρό για φλερτάκια, απελπισμένους έρωτες με συνομήλικες ή μικρότερες. Από αυτά που δεν σε αφήνουν να διαβάσεις, για αυτό και η χαρά του μπαμπά. Η καρδιά του Μάκη ανέπαφη λοιπόν, το μυαλό του ασκότιστο, για το κορμί του φρόντιζε η θεία να ξεδίνει. Καλή της ώρα...
Κόπηκε στην Ιατρική την πρώτη φορά ο Μάκης, αλλά δεν το έβαλε κάτω, στρώθηκε να ξαναδοκιμάσει. Με την θεία είχε μπουχτίσει αλλά και πάλι δεν έμπλεξε με αγάπες. Το καλοκαίρι τού κράτησαν παρέα δυό τουρίστριες, ήταν η πρώτη φορά που έμπαινε σε τρίο με δυό γυναίκες, σπορ που το τιμούσε συχνά και αργότερα όταν ενηλικιώθηκε, αν και όταν οι περιστάσεις το σήκωναν. Πάντα με αυτόν πρωταγωνιστή και δύο γυναίκες στο πλάϊ, έτσι το εννοούσε το τρίο ο Μάκης, δεν ήθελε άλλο ένα κόκορα και να μοιράζονται μία κότα.
Για δέκα μέρες είχαν έρθει στο νησί η Μπριγκίτε και η Γκρέτα, δυό 25ρες Ολλανδέζες. Δυό μήνες έμειναν. Μέχρι τα εισιτήρια να γυρίσουν στην Ολλανδία τους έδωσε (τράκα από τον πιο μεγάλο του αδελφό που δούλευε μηχανικός σε καράβια). Όσο για το χειμώνα, τον τελευταίο του στο νησί, την θεία την διαδέχτηκε μια 30ρα υπαξιωματικός του Λιμενικού που είχε χωρίσει πριν λίγο από κάποιον άλλο και το φλογερό κορμί της ζητούσε έντονη ερωτική δράση.
Πέρασε στην Ιατρική Αθηνών την δεύτερη φορά ο Μάκης, το χάρηκε όλο το νησί (εκτός από τη λιμενικό και την θεία. Αν και σε δεύτερη μοίρα πλέον η θεία, όλο και κάτι τσίμπαγε από το κορμί του αραιά και που).
Όταν πήγε στην Αθήνα ο Μάκης ήταν ένας ερωτικά ώριμος άνδρας. Οι περιπέτειες του στη συνέχεια σαν φοιτητής ήταν με γυναίκες κάθε ηλικίας και κάθε τάξης, κατά προτίμηση μεγαλύτερες του. Οπαδός τού "η γριά κότα έχει το ζουμί", τραγούδαγε το "μια 40ρα είναι δύο 20ρες" και το πίστευε. Είχε αποκτήσει μία αρρενωπή σεξουαλικότητα, ένα θράσος, αυτό το "σε θέλω και θα σε πάρω" που τρελαίνει πολλές γυναίκες σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του πλανήτη. Είχε την εξυπνάδα να μείνει μακριά από αγάπες και λουλούδια, βουτούσε στον διαθέσιμο γυναικόκοσμο της Αθήνας και τον ρούφαγε μέχρι το μεδούλι.
Τα ίδια έκανε σαν φαντάρος και μετά σαν γιατρός πλέον στο αγροτικό. Νοσοκόμες, γιατρίνες, φοιτήτριες και παντρεμένες, μικρές και μεγάλες, από όλα δοκίμασε. Χωρίς αυτό να εμποδίζει την καριέρα του σαν γιατρός. Πρόσεχε, όσο γίνονταν. Βέβαια, μέσα στα χρόνια που πέρασαν και σε γυναικομπελάδες έμπλεξε, και κάποιες χυλόπιτες έφαγε και παρ' ολίγο να μπλέξει σοβαρά δυό φορές. Τη γλύτωσε όμως, όπως έλεγε ο ίδιος μετά.
Του γκρίνιαζε η μάννα του «να μαζευτεί από τις ασωτίες και να κάνει οικογένεια», αλλά δεν άκουγε. Ή έτσι το έπαιζε, τελευταία η σκέψη πέρναγε από το μυαλό του πότε πότε... Όχι όμως συχνά.
Όσο για την Νένα που καθιστή στην καρέκλα του ασθενή τον έτρωγε με τα μάτια της, ο άνδρας της κόντευε τα 60. "Καριέρα παντρεύτηκε" την κουτσομπόλευαν οι φίλες της και δεν είχαν άδικο. Για αυτό ήθελε να μείνει κολλημένη στα νιάτα της και αγχωνόταν, να προλάβει να κλέψει από τη ζωή τις έντονες συγκινήσεις που εκείνος δεν της προσέφερε πια.
Η Νένα και ο άνδρας της ζούσαν ο κάθε ένας στον κόσμο του, όσο γινόταν διακριτικά. Εκείνος το έριχνε έξω με τις ακριβοπληρωμένες "συνοδούς πολυτελείας" που τού έρχονταν από Θεσσαλονίκη και Αθήνα. Την γυναίκα την γλέντησε λίγο, μετά το ενδιαφέρον του στράφηκε αλλού.
Η Νένα πάλι το
γλεντούσε με εραστές νεότερους έως πολύ νεώτερους από αυτήν. Είχε ξεκινήσει με
τον νεαρό κηπουρό σαν καινούργια λαίδη Τσάτερλυ, της είχε αρέσει το βιβλίο
(Σ.τ.Σ "ο εραστής της λαίδης Τσάτερλυ", πολύ τολμηρό για την εποχή
του (1928) ερωτικό μυθιστόρημα όπου μία λαίδη τα φτιάχνει με τον κηπουρό
της).
Δεν είχε ρατσισμό μέσα της η Νένα και το απέδειξε με "τ' Αλβανό". Νέο παιδί εκείνος, δεν ήθελε και πολλά, τουλάχιστον την πρώτη φορά. Μετά… πέντε του έδινε, δέκα ζήταγε. Μέχρι που τον διαολόστειλε, έχει και η μεταναστευτική ανοχή τα όρια της !
Η Νένα έκανε στη συνέχεια επιστροφή στις Ελληνικές της ρίζες. Ένας νεαρός δικηγόρος, υπάλληλος του άνδρα της ήρθε ένα απόγευμα να του φέρει κάτι έγγραφα. Ο Περικλής έλειπε εκτάκτως στο εφετείο, η Νένα πρόσφερε στον νεαρό δικηγόρο ένα ποτό, μετά άλλο ένα... Ματιές αλλάχτηκαν, κομπλιμέντα έπεσαν και από τις δυό μεριές, συμφώνησαν να βρεθούν και κάπου έξω "να τα πουν πιο άνετα". (Ο Περικλής μπορεί να έρχονταν ανά πάσα στιγμή).
Βρέθηκαν. Και μετά ένα ποτό κατέληξαν στο διπλανό ξενοδοχείο της Εθνικής (γατόνι ο νεαρός δικηγόρος, ήξερε που την πήγε για ποτό). Και τα «είπαν». Και τα ξαναείπαν... Και υποστήριξαν με ΠΟΛΥ πάθος τις απόψεις τους. Και επειδή ίσως κάποιες λεπτομέρειες δεν έγιναν κατανοητές, τα ξαναείπαν και την άλλη μέρα...
Τους άρεσε φαίνεται αυτή η "φλυαρία" γιατί ένα χρόνο τα «έλεγαν» έτσι. Μέχρι που κάποιος καλοθελητής σφύριξε κάτι στον Περικλή, έτυχε να πηδά τουρίστρια ο μαρτυριάρης στο ίδιο ξενοδοχείο και τους είδε να βγαίνουν.
Τα πήρε ο Πέρυ ο τάρανδος από τα κέρατα, ε όχι και να την κάνουν τσακωτή σε «ύποπτα μέρη» λες και ήταν καμιά «κατωτέρου» ! Ήταν η κυρία Αννοπούλου, σύζυγος του Περικλή Αννόπουλου. "Να είμαστε διακριτικοί" της θύμισε, έπρεπε να προσέχει, είχαν ένα όνομα στην κοινωνία !
Έφαγε πόδι ο νεαρός δικηγόρος, αποχαιρέτησε και το νομό. Και η κυρία Νένα τα έφτιαξε με ένα παντρεμένο λοχαγό, που είχε γκαρσονιέρα, αθλητής του σπορ ο λοχαγός, οργανωμένος.
Και μια που έπεσε στα ελληνικά στρατά η Νένα, τον λοχαγό ακολούθησε ένας φαντάρος. Όλα κι όλα, ήταν δημοκρατικών πεποιθήσεων, δεν ξεχώριζε τους ένστολους άνδρες από τα γαλόνια που είχαν ή δεν είχαν. Άλλα μέτραγε…
Δεν είχε ρατσισμό μέσα της η Νένα και το απέδειξε με "τ' Αλβανό". Νέο παιδί εκείνος, δεν ήθελε και πολλά, τουλάχιστον την πρώτη φορά. Μετά… πέντε του έδινε, δέκα ζήταγε. Μέχρι που τον διαολόστειλε, έχει και η μεταναστευτική ανοχή τα όρια της !
Η Νένα έκανε στη συνέχεια επιστροφή στις Ελληνικές της ρίζες. Ένας νεαρός δικηγόρος, υπάλληλος του άνδρα της ήρθε ένα απόγευμα να του φέρει κάτι έγγραφα. Ο Περικλής έλειπε εκτάκτως στο εφετείο, η Νένα πρόσφερε στον νεαρό δικηγόρο ένα ποτό, μετά άλλο ένα... Ματιές αλλάχτηκαν, κομπλιμέντα έπεσαν και από τις δυό μεριές, συμφώνησαν να βρεθούν και κάπου έξω "να τα πουν πιο άνετα". (Ο Περικλής μπορεί να έρχονταν ανά πάσα στιγμή).
Βρέθηκαν. Και μετά ένα ποτό κατέληξαν στο διπλανό ξενοδοχείο της Εθνικής (γατόνι ο νεαρός δικηγόρος, ήξερε που την πήγε για ποτό). Και τα «είπαν». Και τα ξαναείπαν... Και υποστήριξαν με ΠΟΛΥ πάθος τις απόψεις τους. Και επειδή ίσως κάποιες λεπτομέρειες δεν έγιναν κατανοητές, τα ξαναείπαν και την άλλη μέρα...
Τους άρεσε φαίνεται αυτή η "φλυαρία" γιατί ένα χρόνο τα «έλεγαν» έτσι. Μέχρι που κάποιος καλοθελητής σφύριξε κάτι στον Περικλή, έτυχε να πηδά τουρίστρια ο μαρτυριάρης στο ίδιο ξενοδοχείο και τους είδε να βγαίνουν.
Τα πήρε ο Πέρυ ο τάρανδος από τα κέρατα, ε όχι και να την κάνουν τσακωτή σε «ύποπτα μέρη» λες και ήταν καμιά «κατωτέρου» ! Ήταν η κυρία Αννοπούλου, σύζυγος του Περικλή Αννόπουλου. "Να είμαστε διακριτικοί" της θύμισε, έπρεπε να προσέχει, είχαν ένα όνομα στην κοινωνία !
Έφαγε πόδι ο νεαρός δικηγόρος, αποχαιρέτησε και το νομό. Και η κυρία Νένα τα έφτιαξε με ένα παντρεμένο λοχαγό, που είχε γκαρσονιέρα, αθλητής του σπορ ο λοχαγός, οργανωμένος.
Και μια που έπεσε στα ελληνικά στρατά η Νένα, τον λοχαγό ακολούθησε ένας φαντάρος. Όλα κι όλα, ήταν δημοκρατικών πεποιθήσεων, δεν ξεχώριζε τους ένστολους άνδρες από τα γαλόνια που είχαν ή δεν είχαν. Άλλα μέτραγε…
Τότε είχε την έμπνευση να νοικιάσει μία γκαρσονιέρα που την μοιράζονταν (και
οικονομικά) με κάποιες φίλες της που ήθελαν επίσης διακριτικότητα. Η κυρία του
αντιεισαγγελέα, η κυρία του συνταγματάρχη, η κυρία του μεγαλογιατρού... Σαν
φίλες που ήταν, ήξερε η μια τα άπλυτα της άλλης. Κι αν κάποτε οι φιλίες ράγιζαν
στόμα δεν θα άνοιγαν, όλες είχαν λερωμένες τις φωλιές τους. Έτσι είχαν και κάτι
ακόμα να κουβεντιάζουν όσα απογεύματα τύχαινε να βγουν γυναικοπαρέα... Κι
άμα έλειπε καμία από τη σύναξη… έπαιρναν τα φτυάρια και άρχιζαν… Άνευ
διακρίσεων και αυτό…
Κλειδί είχε μόνο η ιδιοκτήτρια της γκαρσονιέρας, η Λίτσα, έμενε στην ίδια πολυκατοικία. Πέρναγαν εγκαίρως και το έπαιρναν από τη Λίτσα ή το έφερνε εκείνη σε όποια είχε κανονισθεί να επισκεφθεί την γκαρσονιέρα.
Διστακτικές οι «μεγαλοκυρίες» στην αρχή, μετά το συνήθισαν, φώναξαν και κολλητές να μπουν στοclub, σε λίγο άρχισαν και οι «προχωρημενιές»... Καμιά φορά αν τα "προσόντα" του γκόμενου της μιας ενδιέφεραν και τις άλλες, έκαναν και αλλαγές. Οι περισσότεροι επιβήτορες ήταν φαντάροι ή φοιτητές, λαχταρούσαν καλλίγραμμα γυναικεία κορμιά, (έστω και λίγο σιτεμένα). Ιδίως αν έπεφτε και κανένα "δωράκι", στην ηλικία τους τα έξτρα φράγκα πάντα χρειάζονταν. Είχαν έξοδα τα παιδιά, όλα από τους γονείς να τα περιμένουν πια ;
Κλειδί είχε μόνο η ιδιοκτήτρια της γκαρσονιέρας, η Λίτσα, έμενε στην ίδια πολυκατοικία. Πέρναγαν εγκαίρως και το έπαιρναν από τη Λίτσα ή το έφερνε εκείνη σε όποια είχε κανονισθεί να επισκεφθεί την γκαρσονιέρα.
Διστακτικές οι «μεγαλοκυρίες» στην αρχή, μετά το συνήθισαν, φώναξαν και κολλητές να μπουν στοclub, σε λίγο άρχισαν και οι «προχωρημενιές»... Καμιά φορά αν τα "προσόντα" του γκόμενου της μιας ενδιέφεραν και τις άλλες, έκαναν και αλλαγές. Οι περισσότεροι επιβήτορες ήταν φαντάροι ή φοιτητές, λαχταρούσαν καλλίγραμμα γυναικεία κορμιά, (έστω και λίγο σιτεμένα). Ιδίως αν έπεφτε και κανένα "δωράκι", στην ηλικία τους τα έξτρα φράγκα πάντα χρειάζονταν. Είχαν έξοδα τα παιδιά, όλα από τους γονείς να τα περιμένουν πια ;
Άρχισαν τα οργιάκια,
άρχισαν να μοιράζονται τον ίδιο εραστή και κανένα φίλο του δυό και τρείς μαζί,
ακόμα και την ίδια ώρα. Μεγάλο το κρεβάτι της γκαρσονιέρας, καναπές που γινόταν
κρεβάτι δίπλα στην άλλη γωνία, ο χώρος χώραγε κόσμο και κοσμάκη…
Μέρος Β!
Η Νένα δεν είχε τίποτα που να δικαιολογεί επίσκεψη σε νοσοκομείο, να δει τον Μάκη πήγε... Γάτα όμως η κυρία, του έδειξε μία μικρή ελιά που είχε στο αριστερό της μπούτι ψηλά, πολύ ψηλά... Και άλλη μια που είχε στο στήθος της, ανάμεσα στα στήθη της για την ακρίβεια...
"Πρέπει να τις βγάλω γιατρέ ;" ρώτησε δήθεν ανήσυχη. Δεν έκανε την πολύ ανήσυχη, κράτησε και ένα νάζι, ήθελε να περάσει το μήνυμα ότι έπαιζε μαζί του, να δει αντιδράσεις.
Ο Μάκης ξεροκατάπιε όταν της έπιασε το μπούτι για να δει την ελιά... Με το που την ακούμπησε, οι αναπνοές και των δύο έγιναν πιο γρήγορες. Μετά η Νένα ξεκούμπωσε το πουκάμισο και ελευθέρωσε τα στήθη της να δει και πάνω, μια που "είχε μία φίλη της κάτι παρόμοιο και εξελίχθηκε άσχημα..."
"Μια που γδυθήκατε έστω και τόσο" μουρμούρισε ο Μάκης και κλείδωσε απαλά την πόρτα πίσω της. "Μη μπει κανένας και σας δει έτσι..." Μετά έσκυψε να εξετάσει την ελιά που με το ζόρι φαινόταν...
«Μικρή είναι και το χρώμα της φυσιολογικό» είπε ο Μάκης ξεροκαταπίνοντας καθώς
το δάχτυλο του ψηλάφιζε την ελιά και την γύρω περιοχή... Την ταραχή της Νένας
την κατάλαβε και η παλάμη του ολόκληρη ακούμπησε το μπούτι της... την ώρα που η
παλάμη του άρχισε αργά να ανεβαίνει προς τα πάνω, την κοίταξε στα
μάτια...
Η Νένα ένοιωσε το χέρι του καυτή λάβα στο μπούτι της... Μισάνοιξε τα πόδια της, τα χείλια της ακολούθησαν καθώς του αντιγύριζε το βλέμμα... Το αριστερό χέρι του Μάκη έπιασε το πηγούνι της Νένας απαλά, πολύ απαλά και το σήκωσε λίγο...
Η Νένα ένοιωσε το χέρι του καυτή λάβα στο μπούτι της... Μισάνοιξε τα πόδια της, τα χείλια της ακολούθησαν καθώς του αντιγύριζε το βλέμμα... Το αριστερό χέρι του Μάκη έπιασε το πηγούνι της Νένας απαλά, πολύ απαλά και το σήκωσε λίγο...
Και τότε το τηλέφωνο χτύπησε... Χτύπησε και ξαναχτύπησε, παίρνοντας την
μαγεία και το πάθος της στιγμής μακριά...
«Λέγε !» είπε ο Μάκης στη Μάνια, προσπαθώντας να κρύψει το λαχάνιασμα του. «Τι είναι ; εξετάζω»
«Έχω εδώ ένα αγοράκι με τη μητέρα του. Έπεσε από το ποδήλατο, μάλλον χτύπησε άσχημα στο χέρι.. Τελειώστε την εξέταση σας να το δείτε...» Η ειρωνεία στην λέξη «εξέταση» δύσκολα θα γινόταν αντιληπτή από ένα τρίτο όπως του μίλησε, εκείνος όμως την κατάλαβε.
«Τελειώνω...» είπε ξεκλειδώνοντας την πόρτα... «στείλε τους όταν φύγει η κυρία που εξετάζω»
«Θα τα ξαναπούμε εμείς» είπε ο Μάκης ενώ η Νένα σηκωνόταν και έφτιαχνε τη φούστα της. «Πώς θα σε βρω ;»
«Πάρε με εδώ...» του είπε η Νένα, δίνοντας του την κάρτα της. «…Στο κινητό, κατά προτίμηση πρωινές ώρες»
Έριξε μια τελευταία ματιά στον καθρέφτη που ήταν απέναντι της στο μικρό αποδυτήριο, έφτιαξε λίγο τα μαλλιά της και βγήκε άνετα από την πόρτα. Έμπειρη σε γυναικείες αντιπαραθέσεις, αυτές τις ολόκληρες ιστορίες που λέγονται με μια δυό ματιές, διάβασε σωστά την ειρωνεία στο βλέμμα της Μάνιας και κατάλαβε τον φθόνο της όπως και το ενδιαφέρον της για τον νεαρό γιατρό. Αντιγύρισε άνετα τη ματιά παίρνοντας το ύφος «δεν ασχολούμαι με τσουλιά» και προχώρησε στην έξοδο.
Έτσι άρχισε η ιστορία του Μάκη με τη Νένα... την άλλη μέρα το πρωί την πήρε τηλέφωνο, βρέθηκαν το ίδιο απόγευμα στο διαμέρισμα του Μάκη.
Η Νένα πήγε στο διαμέρισμα του Μάκη στις έξη το απόγευμα. Με το που έκλεισε η πόρτα πίσω της, έπεσε το πρώτο γλωσσόφυλλο, δευτερόλεπτα μετά ξεκούμπωναν βιαστικά πουκάμισα...
Το πρώτο τους σμίξιμο ήταν εκεί, στο παχύ χαλί δίπλα στην πόρτα. Ένα άγριο ταξίδι στις τρικυμισμένες θάλασσες του πόθου που το ένα κορμί άναβε στο άλλο.
Όταν η κάψα τους καταλάγιασε κάπως, έκαναν ένα διάλειμμα για ένα ντους και ένα ποτό, να πάρει η Νένα και μια φίλη της να της πει ότι αν χρειαστεί θα πει πως ήταν μαζί στα μαγαζιά. Όχι πως περίμενε σκηνές από τον Περικλή, αλλά μετά την ιστορία με τον νεαρό δικηγόρο είχε μάθει να φυλά τα ρούχα της καλού κακού.
Η συνέχεια γράφτηκε στην κρεβατοκάμαρα, πάνω σε σκούρα μπλε σεντόνια. Το δεύτερο σμίξιμο ήταν πιο ήρεμο αλλά και πιο απαιτητικό... Το πήγαν σιγά και απολαυστικά, όσο άντεξαν να το πάνε έτσι... Μετά οι απαιτήσεις της σάρκας τους για εκτόνωση τους οδήγησαν πάλι στον ηδονικό πυρετό, στο πιο γρήγορο, στο πιο έντονο, στο δρόμο που δεν είχε γυρισμό...
Όταν έφυγε η Νένα από το σπίτι του Μάκη, ήταν οκτώμισι. Δέκα το βράδυ θα έρχονταν κάτι φίλοι τους και έπρεπε να πάει σπίτι της, να κάνει ένα μπάνιο, να ετοιμαστεί.
Δυόμιση ώρες πήρε στον κάθε ένα από τους δυό για να καταλάβει ότι ο άλλος ήταν ένα σεξουαλικό κελεπούρι που δεν έπρεπε να χάσουν. Τουλάχιστον για κάποιο καιρό.
Την άλλη μέρα ο Μάκης δεν μπορούσε, είχε εφημερία, ξαναβρέθηκαν την μεθεπομένη και έσμιξαν με το ίδιο πάθος. Τα ίδια και στις μέρες που ακολούθησαν. Η Νένα τραβήχτηκε από τις εφήμερες περιπέτειες στη γκαρσονιέρα, ήθελε να απολαμβάνει το κορμί του Μάκη όσο γινόταν περισσότερο και συχνότερα. Στις φίλες της κακοφάνηκε αυτό, ήταν η ψυχή της παρέας, ένοιωθαν προδομένες. Αλλά τη Νένα δεν την ένοιαζε. Όσο κράταγε αυτός ο ερωτικός παράδεισος θα απολάμβανε κάθε καρπό του. Δεν είχε κάποια βαθύτερα αισθήματα για τον σκουρόξανθο γιατρό αλλά το κορμί της κοντά του έπαιρνε άλλο αέρα, φλογιζόταν...
Ο Μάκης ήταν και αυτός στον δικό του Παράδεισο. Απολάμβανε ένα καυτό γυναικείο κορμί που ήξερε να δίνεται, να παίρνει, να απαιτεί... Είχε προτάσεις για άλλες αγκαλιές αλλά τις προσπερνούσε. Δεν θεωρούσε ότι είχε σχέση με τη Νένα, αλλά «την βρίσκω μαζί της» έλεγε στους φίλους του.
…
Τρεις μήνες αργότερα, προχωρημένο καλοκαίρι, ο Μάκης έπινε μπύρες στη βεράντα ενός φίλου του. Η Νένα είχε πάει στην Ελβετία με τον άνδρα της και δύο ακόμα φιλικά τους ζευγάρια. Έπρεπε να πηγαίνουν και κάπου μαζί, να δείχνουν κάτι προς τα έξω, ιδίως όταν αυτό το "έξω" ήταν αδηφάγο και πρόσεχε τις λεπτομέρειες...
Είχε μαζευτεί όλη η ανδροπαρέα να δουν ένα ματς. Και γιατί μιλάνε οι άνδρες πριν δούνε μπάλα ; Για μπάλα πάλι, για πολιτικά, για αυτοκίνητα ή για γκόμενες. Εκείνη την ημέρα έτυχε το τελευταίο...
Ο Μάκης είχε πάει στο ψυγείο του φίλου του να πάρει ακόμα μια μπύρα. Τσίμπησε και λίγο από μια πίτσα που βρήκε, όταν γύρισε οι φίλοι του μίλαγαν...
«Την ξανάδες ;» ρώταγε ο Μάκης τον Λαυρέντη που κάτι ρύθμιζε με το κοντρόλ στην τηλεόραση.
«Όχι ρε, μόνο δύο φορές. Την μία ήταν καθισμένη με παρέα στου Πάρη για βράδυ, την άλλη πέρασα τυχαία από το φοροτεχνικό της γραφείο... Το μεγαλύτερο στο νομό, τρελά λεφτά. Το έχει με τον άνδρα της, κάτι τέτοιο...»
«Για ποιά λέτε ρε ;» μπήκε στην κουβέντα ο Μάκης καθώς καθόταν στον καναπέ δίπλα στο φίλο του.
«Για το απόλυτο θηλυκό» είπε ο Λαυρέντης. Καλά, εσύ την έχεις βρει με άλλη μεγαλοκυρία... μην ασχολείσαι μεγάλε... άσε εμάς να βρούμε κανένα άλλο κοψίδι»
«Και ποιό είναι αυτό το κοψίδι ;» επέμενε ο Μάκης
«Ένα δίμετρο μελανούρι... Λέξια τη λένε, από το Αλέξια, υποθέτω, το έχω ξανακούσει. Λέξια Καρκαλίδου»
«Λέγε !» είπε ο Μάκης στη Μάνια, προσπαθώντας να κρύψει το λαχάνιασμα του. «Τι είναι ; εξετάζω»
«Έχω εδώ ένα αγοράκι με τη μητέρα του. Έπεσε από το ποδήλατο, μάλλον χτύπησε άσχημα στο χέρι.. Τελειώστε την εξέταση σας να το δείτε...» Η ειρωνεία στην λέξη «εξέταση» δύσκολα θα γινόταν αντιληπτή από ένα τρίτο όπως του μίλησε, εκείνος όμως την κατάλαβε.
«Τελειώνω...» είπε ξεκλειδώνοντας την πόρτα... «στείλε τους όταν φύγει η κυρία που εξετάζω»
«Θα τα ξαναπούμε εμείς» είπε ο Μάκης ενώ η Νένα σηκωνόταν και έφτιαχνε τη φούστα της. «Πώς θα σε βρω ;»
«Πάρε με εδώ...» του είπε η Νένα, δίνοντας του την κάρτα της. «…Στο κινητό, κατά προτίμηση πρωινές ώρες»
Έριξε μια τελευταία ματιά στον καθρέφτη που ήταν απέναντι της στο μικρό αποδυτήριο, έφτιαξε λίγο τα μαλλιά της και βγήκε άνετα από την πόρτα. Έμπειρη σε γυναικείες αντιπαραθέσεις, αυτές τις ολόκληρες ιστορίες που λέγονται με μια δυό ματιές, διάβασε σωστά την ειρωνεία στο βλέμμα της Μάνιας και κατάλαβε τον φθόνο της όπως και το ενδιαφέρον της για τον νεαρό γιατρό. Αντιγύρισε άνετα τη ματιά παίρνοντας το ύφος «δεν ασχολούμαι με τσουλιά» και προχώρησε στην έξοδο.
Έτσι άρχισε η ιστορία του Μάκη με τη Νένα... την άλλη μέρα το πρωί την πήρε τηλέφωνο, βρέθηκαν το ίδιο απόγευμα στο διαμέρισμα του Μάκη.
Η Νένα πήγε στο διαμέρισμα του Μάκη στις έξη το απόγευμα. Με το που έκλεισε η πόρτα πίσω της, έπεσε το πρώτο γλωσσόφυλλο, δευτερόλεπτα μετά ξεκούμπωναν βιαστικά πουκάμισα...
Το πρώτο τους σμίξιμο ήταν εκεί, στο παχύ χαλί δίπλα στην πόρτα. Ένα άγριο ταξίδι στις τρικυμισμένες θάλασσες του πόθου που το ένα κορμί άναβε στο άλλο.
Όταν η κάψα τους καταλάγιασε κάπως, έκαναν ένα διάλειμμα για ένα ντους και ένα ποτό, να πάρει η Νένα και μια φίλη της να της πει ότι αν χρειαστεί θα πει πως ήταν μαζί στα μαγαζιά. Όχι πως περίμενε σκηνές από τον Περικλή, αλλά μετά την ιστορία με τον νεαρό δικηγόρο είχε μάθει να φυλά τα ρούχα της καλού κακού.
Η συνέχεια γράφτηκε στην κρεβατοκάμαρα, πάνω σε σκούρα μπλε σεντόνια. Το δεύτερο σμίξιμο ήταν πιο ήρεμο αλλά και πιο απαιτητικό... Το πήγαν σιγά και απολαυστικά, όσο άντεξαν να το πάνε έτσι... Μετά οι απαιτήσεις της σάρκας τους για εκτόνωση τους οδήγησαν πάλι στον ηδονικό πυρετό, στο πιο γρήγορο, στο πιο έντονο, στο δρόμο που δεν είχε γυρισμό...
Όταν έφυγε η Νένα από το σπίτι του Μάκη, ήταν οκτώμισι. Δέκα το βράδυ θα έρχονταν κάτι φίλοι τους και έπρεπε να πάει σπίτι της, να κάνει ένα μπάνιο, να ετοιμαστεί.
Δυόμιση ώρες πήρε στον κάθε ένα από τους δυό για να καταλάβει ότι ο άλλος ήταν ένα σεξουαλικό κελεπούρι που δεν έπρεπε να χάσουν. Τουλάχιστον για κάποιο καιρό.
Την άλλη μέρα ο Μάκης δεν μπορούσε, είχε εφημερία, ξαναβρέθηκαν την μεθεπομένη και έσμιξαν με το ίδιο πάθος. Τα ίδια και στις μέρες που ακολούθησαν. Η Νένα τραβήχτηκε από τις εφήμερες περιπέτειες στη γκαρσονιέρα, ήθελε να απολαμβάνει το κορμί του Μάκη όσο γινόταν περισσότερο και συχνότερα. Στις φίλες της κακοφάνηκε αυτό, ήταν η ψυχή της παρέας, ένοιωθαν προδομένες. Αλλά τη Νένα δεν την ένοιαζε. Όσο κράταγε αυτός ο ερωτικός παράδεισος θα απολάμβανε κάθε καρπό του. Δεν είχε κάποια βαθύτερα αισθήματα για τον σκουρόξανθο γιατρό αλλά το κορμί της κοντά του έπαιρνε άλλο αέρα, φλογιζόταν...
Ο Μάκης ήταν και αυτός στον δικό του Παράδεισο. Απολάμβανε ένα καυτό γυναικείο κορμί που ήξερε να δίνεται, να παίρνει, να απαιτεί... Είχε προτάσεις για άλλες αγκαλιές αλλά τις προσπερνούσε. Δεν θεωρούσε ότι είχε σχέση με τη Νένα, αλλά «την βρίσκω μαζί της» έλεγε στους φίλους του.
…
Τρεις μήνες αργότερα, προχωρημένο καλοκαίρι, ο Μάκης έπινε μπύρες στη βεράντα ενός φίλου του. Η Νένα είχε πάει στην Ελβετία με τον άνδρα της και δύο ακόμα φιλικά τους ζευγάρια. Έπρεπε να πηγαίνουν και κάπου μαζί, να δείχνουν κάτι προς τα έξω, ιδίως όταν αυτό το "έξω" ήταν αδηφάγο και πρόσεχε τις λεπτομέρειες...
Είχε μαζευτεί όλη η ανδροπαρέα να δουν ένα ματς. Και γιατί μιλάνε οι άνδρες πριν δούνε μπάλα ; Για μπάλα πάλι, για πολιτικά, για αυτοκίνητα ή για γκόμενες. Εκείνη την ημέρα έτυχε το τελευταίο...
Ο Μάκης είχε πάει στο ψυγείο του φίλου του να πάρει ακόμα μια μπύρα. Τσίμπησε και λίγο από μια πίτσα που βρήκε, όταν γύρισε οι φίλοι του μίλαγαν...
«Την ξανάδες ;» ρώταγε ο Μάκης τον Λαυρέντη που κάτι ρύθμιζε με το κοντρόλ στην τηλεόραση.
«Όχι ρε, μόνο δύο φορές. Την μία ήταν καθισμένη με παρέα στου Πάρη για βράδυ, την άλλη πέρασα τυχαία από το φοροτεχνικό της γραφείο... Το μεγαλύτερο στο νομό, τρελά λεφτά. Το έχει με τον άνδρα της, κάτι τέτοιο...»
«Για ποιά λέτε ρε ;» μπήκε στην κουβέντα ο Μάκης καθώς καθόταν στον καναπέ δίπλα στο φίλο του.
«Για το απόλυτο θηλυκό» είπε ο Λαυρέντης. Καλά, εσύ την έχεις βρει με άλλη μεγαλοκυρία... μην ασχολείσαι μεγάλε... άσε εμάς να βρούμε κανένα άλλο κοψίδι»
«Και ποιό είναι αυτό το κοψίδι ;» επέμενε ο Μάκης
«Ένα δίμετρο μελανούρι... Λέξια τη λένε, από το Αλέξια, υποθέτω, το έχω ξανακούσει. Λέξια Καρκαλίδου»
Λέξια Καρκαλίδου… Αν η Νένα Αννοπούλου ήταν η καστανή Λουκρητία Βοργία της
πόλης, η Λέξια ήταν η μελαχρινή της έκδοση. Έκανε έντονη ζωή από τότε που ήταν
φοιτήτρια της λογιστικής στα ΤΕΙ Θεσσαλονίκης. Οι κακές γλώσσες έλεγαν ότι είχε
ξεπετάξει τους μισούς καθηγητές για να πάρει το πτυχίο της πράγμα που ήταν
υπερβολικό - όσο αφορά τον αριθμό τους. Ήταν όμως λάθος και ο λόγος
που την κατηγορούσαν ότι πήγαινε μαζί τους. Η Λέξια είχε μυαλό ξυράφι, δεν
χρειαζόταν βοήθεια για να περάσει, πήγαινε με όσους έκανε κέφι. Αυτό
συμπεριλάμβανε ένα παντρεμένο καθηγητή της και δυο βοηθούς, για αυτό της είχε
βγει το όνομα. Όπως το είχε θέσει ένας φίλος της, η Λέξια ήταν ένας
θηλυκός Αϊνστάιν με ψυχή πουτάνας. Υπερβολή ; ίσως αλλά μόνο όσο αφορά
τις διανοητικές της ικανότητες…
Οι γονείς της που έβλεπαν τα σημάδια, θέλησαν να την παντρέψουν νωρίς. Η Λέξια
αγνόησε τους μνηστήρες (δεν έμαθαν ποτέ από τι γλύτωσαν) και πήγε στο Λονδίνο
να κάνει μεταπτυχιακά στα οικονομικά. Για να πάρει το master της δεν χρειάστηκε ούτε μία μέρα παραπάνω. Και
επειδή εύρισκε τους Άγγλους συμφοιτητές της πολύ «ξενερώ» για το ταμπεραμέντο
της έμπλεξε με την λαγγεμένη Ανατολή.
Αρχικά τα έφτιαξε με ένα Ινδό, μυαλό και αυτός αλλά και τεχνίτης στον έρωτα.
Αφού η Λέξια ενημερώθηκε για ότι δεν είχε προσέξει στο Κάμα Σούτρα, διέλυσε
χωρίς καμία τύψη τον αρραβώνα ενός ζευγαριού από το Λίβανο που τα είχαν από το
πρώτο έτος και το πήγαιναν σοβαρά. Η μνηστή του Λιβανέζου είχε πάει στη Βηρυτό
να δει τους γονείς της, ο Λιβανέζος πήγε ένα απόγευμα στο διαμέρισμα που είχε
νοικιάσει η Λέξια, να της επιστρέψει κάτι βιβλία και να πιούν ένα καφέ. Έφυγε
την άλλη μέρα το μεσημέρι, πιστεύοντας ότι είχε γνωρίσει τον επί γης παράδεισο…
Και τον επισκέφθηκε αυτόν τον παράδεισο αρκετές φορές ακόμα.
Λίγο πριν φύγει από το Λονδίνο η Λέξια έμπλεξε με ένα ζευγάρι που το γνώρισε
τυχαία σε ένα μπαρ. Την κάλεσαν στο διαμέρισμα τους να πιεί μαζί τους ένα ακόμα
ποτό και δέχτηκε. Φεύγοντας το βράδυ είχε εκτιμήσει περισσότερο την αξία του
αριθμού τρία σε ερωτικά σμιξίματα.
Ξαναβρέθηκε μία φορά ακόμα με το ζευγάρι η Λέξια και στη συνέχεια ξετίναξε για ένα
διάστημα ένα μαύρο συμφοιτητή της. Έχοντας πλέον εμπλουτίσει επαρκώς τις
σεξουαλικές της εμπειρίες γύρισε στην Ελλάδα και προς έκπληξη των γονιών της
μέσα σε τέσσερεις μήνες παντρεύτηκε τον Σπύρο Καρκαλίδη.
Ο Σπύρος ήταν καλό παιδί. Γιός του μεγαλύτερου φοροτεχνικού της περιοχής που
έκανε πίσω μετά από μία σειρά εγκεφαλικά, βρήκε λοιπόν ο Σπύρος δουλειά
στρωμένη. Φιλόδοξος, ήθελε κάποιον να «βάλει πλάτη» για να πετάξει ψηλότερα, τι
καλύτερο από μια όμορφη γυναίκα με δυνατό μυαλό και χαρτιά από το εξωτερικό ;
Στο Σπύρο άρεσαν τα συχνά ταξίδια σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη. Χανόταν στην
ανωνυμία των μεγάλων πόλεων και μπορούσε έτσι να ικανοποιήσει τα πάθη του που
ήταν το εξής ένα : καλλίγραμμοι νεαροί. Στην συντηρητική κοινωνία της πόλης που
ζούσε, αυτά τα πάθη δεν μένουν κρυφά για πολύ. Έτσι βρήκε στη Λέξια την
ανεκτική σύντροφο που θα έκανε τη ζωή της εξ ίσου διακριτικά, αλλά και την
συνεταίρο που θα απογείωνε τις δουλειές του μια και ήταν εξυπνότερη.
Η Λέξια δούλευε σε ένα άλλο γραφείο, είχε βγάλει καλό όνομα στα επαγγελματικά,
ο Σπύρος είχε ακούσει για αυτήν. Συναντήθηκαν, τα είπαν σε δύο απογεύματα, τα
κανόνισαν και αυτό ήταν. Μετά πήγαν να πουλήσουν το παραμύθι στους γονείς τους.
Δεκαπέντε χρόνια αργότερα όλα πήγαιναν κατ’ ευχήν. Ο Σπύρος έκανε τα
«επαγγελματικά του ταξίδια» σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, ενίοτε πρόσθετε και λίγη
Πάτρα ή Ηράκλειο. Υποτίθεται ότι συνεργαζόταν με μεγάλα γραφεία και ότι είχε
σπουδαίους πελάτες και εκεί. Έτσι η όλη κατάσταση προωθούσε και την εικόνα του
γραφείου.
Η Λέξια από την άλλη είχε προσχωρήσει στην παρέα των υψηλών κυριών με την
γκαρσονιέρα, τακτικό και μη εξαιρετέο μέλος. Με τη Νένα γνωρίζονταν. Όμως
δεν είχαν βρεθεί ποτέ σε «κοινές δραστηριότητες». Υπήρχε μία αντιπάθεια ανάμεσα
τους που με το ζόρι κρύβονταν πίσω από ψεύτικα χαμόγελα. Η κάθε μία παραδεχόταν
- στον εαυτό της και μόνο - ότι και η άλλη μέτραγε πολύ σαν θηλυκό, αν και όχι
όσο αυτές. ΄Δεν είχαν και τις καλύτερες των σχέσεων.
Βλέπετε… η γκαρσονιέρα ήταν η κυψέλη που μαζευόταν η γυναικοπαρέα για να το
ρίξει έξω, να τρυγήσει τους ανθούς που μάζευε… Κάθε κυψέλη έχει μόνο μία
βασίλισσα, Λέξια και Νένα θεωρούσαν δικό τους αυτό το ρόλο, δεν είχαν ουδεμία
πρόθεση να τον παραχωρήσουν… Έτσι το καζάνι σιγόβραζε…
Μέρος Γ!
Ο Μάκης δεν ασχολιόταν με Φοροτεχνικά. Όλο και κάποιος φίλος καθάριζε
μέχρι τότε. Το άλλο πρωί όμως έφυγε κατά τις 11 από το ιατρείο του και πήρε το
δρόμο για το φοροτεχνικό γραφείο του ζεύγους Καρκαλίδη. Τον έτρωγε η
περιφέρεια
Το φοροτεχνικό γραφείο ήταν στο ισόγειο μίας πολυκατοικίας, στην άλλη άκρη της πόλης, σε μία πλατεία με πολλά μαγαζιά. Μεγάλο μαγαζί, με πέντε άτομα μέσα όταν ο Μάκης μπήκε μέσα.
Το φοροτεχνικό γραφείο ήταν στο ισόγειο μίας πολυκατοικίας, στην άλλη άκρη της πόλης, σε μία πλατεία με πολλά μαγαζιά. Μεγάλο μαγαζί, με πέντε άτομα μέσα όταν ο Μάκης μπήκε μέσα.
Μια μελαχρινή γυναίκα ήταν όρθια αλλά λίγο σκυμμένη δίπλα σε ένα γραφείο και
κάτι έδειχνε σε μία ξανθιά που καθόταν δίπλα της απέναντι από ένα PC. Οι άλλοι τρεις ήταν άνδρες, ούτε τους έδωσε
σημασία.
Ένας από τους άνδρες και οι δύο γυναίκες κοίταξαν τον νεοφερμένο, οι άλλοι δύο
του έριξαν μία αδιάφορη ματιά. Ο άνδρας που τον κοίταξε πήγε κοντά του.
«Γεια σας» του είπε ο Μάκης. Θα ήθελα να δω την κυρία Καρκαλίδου, προσωπικά»
συμπλήρωσε άνετα. Ήξερε ότι το να ζητάς τον επικεφαλής μίας μεγάλης επιχείρησης
δεν ακουγόταν περίεργο.
Η
μελαχρινή πρέπει να τον άκουσε. Άφησε τις οδηγίες στην ξανθιά και τον
πλησίασε.
Ο Μάκης ξεροκατάπιε. Πράγματι η Λέξια Καρκαλίδου – δεν είχε αμφιβολία ότι αυτή
ήταν – ήταν πολύ εντυπωσιακή. Ήταν λίγο ψηλότερη από τη Νένα και λίγο
μικρότερη, μάλλον γύρω στα 35-40 την έκανε και έπεφτε μέσα. Γεμάτη αλλά με
σφιχτό κορμί, κάπως πιο «βαριά» από τη Νένα αλλά δεν την έλεγες παχιά, με
μακριά σπαστά κατάμαυρα μαλλιά που έπεφταν στους ώμους της και μαύρα μάτια.
Φορούσε ένα ανοιχτό πράσινο μπλουζάκι με αρκετό ντεκολτέ ώστε να τονίζει το σφιχτό
της στήθος και μία καφέ φούστα σαν ασύμμετρα μαντήλα που αλλού κάλυπτε
περισσότερο τα ψηλά της πόδια και αλλού λιγότερο. Ένα ζευγάρι καφέ πλατφόρμες
ολοκλήρωναν την εμφάνιση της.
«Φρεγάτα !» σκέφθηκε ο Μάκης. «Καλά τα έλεγε ο Λαυρέντης !»
«Εγώ είμαι η Λέξια Καρκαλίδου» του είπε με ένα ζεστό χαμόγελο ενώ ο υπάλληλος
απομακρυνόταν. «Τι μπορώ να κάνω για σας ;»
«Πολλά» της είπε ο Μάκης κοιτώντας την θαρρετά στα μάτια. «Είμαι ο Μάκης
Πετρόπουλος, παθολόγος στο νοσοκομείο του νομού. Θα ήθελα να αναλάβετε κάποιες
εκκρεμότητες που έχω… κάπου να μιλήσουμε ;»
Η Λέξια χαμογέλασε αδιόρατα κλίνοντας λίγο το κεφάλι της, κάνοντας αποδεκτό το
ελάχιστα συγκαλυμμένο του θράσος. Η ματιά της πλανήθηκε στο πρόσωπο και στο
σώμα του Μάκη για μερικά δευτερόλεπτα, μετά του χαμογέλασε περισσότερο,
ικανοποιημένη από αυτό που είδε.
«Πάμε λοιπόν στο γραφείο μου» του είπε. «Κερνάω και καφέ»
Η επόμενη μισή ώρα ήταν ένα καλοπαιγμένο παιχνίδι και από τις δυο πλευρές. Ο Μάκης
αποφασισμένος να δρέψει και αυτόν τον καρπό έβαλε κάτω τις φορολογικές του
εκκρεμότητες, θυμήθηκε και ένα κτήμα-κληρονομιά που είχε στο Μαραθώνα και δεν
το είχε δηλώσει ποτέ. Η Λέξια ρωτούσε, σημείωνε, σταύρωνε τα πόδια της και
απολάμβανε από μέσα της το ότι το θέαμα που πρόσφερε δεν φαινόταν να είναι
αδιάφορο στον Μάκη. Ούτε εκείνη όμως ήταν αδιάφορη στα γαλάζια γελαστά του
μάτια, στο ατημέλητο σκούρο ξανθό μαλλί του και στις τριχίτσες που ξεπρόβαλαν
από το Πιερ Γκαρντέν γαλαζωπό πουκάμισο του.
Η ώρα όμως περνούσε γρήγορα, η Λέξια είχε και άλλους πελάτες, ο Μάκης έπρεπε να
γυρίσει στο Νοσοκομείο. Συμφώνησαν να βρεθούν την επόμενη μέρα το απόγευμα να
τα πουν κάπου έξω. Και οι δυό το ήθελαν, και οι δυό είχαν καταλάβει πως και ο
άλλος το ήθελε.
Το άλλο απόγευμα λοιπόν, συναντήθηκαν με προοπτική ένα ποτό, βραδινό, ότι άλλο
προκύψει… Με μία λεπτομέρεια να κάνει τη διαφορά, μια λεπτομέρεια που η Λέξια
δεν την ήξερε και ο Μάκης την είχε ξεχάσει : η Νένα ερχόταν την άλλη μέρα το
μεσημέρι και περίμενε πως και πως το αυριανό απόγευμα για να δει τον Μάκη…
Η Νένα με το που κατέβηκε από το αεροπλάνο, πήρε τον Μάκη τηλέφωνο. Καιγόταν να
τον συναντήσει, τόσες μέρες με τον άνδρα της και δυό ξενέρωτα ζευγάρια, δεν
άντεχε άλλο. Τα τελευταία χρόνια την κούραζε αυτό το show, να παίζει πότε πότε
με τον άντρα της το ευτυχισμένο ζευγάρι… Ήταν όμως πολλά τα λεφτά και αυτά που
απολάμβανε δίπλα του.
Η Νένα περηφανευόταν για το ένστικτο της. Ήξερε τους άνδρες καλά, καταλάβαινε
από πολύ μικρές ενδείξεις πότε κάτι δεν πήγαινε καλά, ασχέτως με τη δικαιολογία
που θα έλεγαν, αν νοιάζονταν να δικαιολογηθούν. Γι αυτό μόλις άκουσε
τον Μάκη να την καλωσορίζει μπήκε σε κατάσταση συναγερμού. Ο Μάκης ήταν
"κάπως" και αυτά που της έλεγε ότι έχει ένα επείγον ιατρικό συμβούλιο
το απόγευμα η Νένα τα άκουγε βερεσέ. Κάτι έτρεχε και έπρεπε να το μάθει.
Η Νένα δεν ήταν ερωτευμένη με το νεαρό γιατρό, ούτε κατά διάνοια. Πέρναγε καλά
μαζί του, ο Μάκης είχε αποδειχθεί ένας πολύ καλός εραστής όταν έκαναν έρωτα και
μια ευχάριστη παρέα όταν δεν έκαναν. Αυτό ήταν όλο. Ήξερε ότι αργά ή
γρήγορα θα τον βαριόταν και θα εύρισκε κάτι άλλο. Αν πάλι άρχιζε να βλέπει τα
πρώτα σημάδια ότι εκείνος την βαρέθηκε, πάλι εκείνη θα τον παράταγε πρώτη. Η
γυναικεία της υπερηφάνεια δεν δεχόταν την ταπείνωση από κανένα. Η Νένα άφηνε,
δεν την άφηναν.
Έφτασε όλο νεύρα σπίτι της. Ήξερε ότι μπορεί να ήταν υπερβολική. «Καλύτερα να
είμαι υπερβολική παρά να μου παίζει κανένα παιχνίδι το γιατρουδάκι και να με
πιάσει στον ύπνο» σκέφθηκε. Το ένστικτό της φώναζε ότι η γυναικεία της
υπερηφάνεια δεχόταν επίθεση, έπρεπε λοιπόν καλού κακού να οργανώσει την άμυνα
της.
Όλοι οι άνθρωποι έχουν κάποιον ή κάποια που παίζει το ρόλο του κολλητού ή της
κολλητής. Η Νένα είχε τη Ρίκα. Γυναίκα ενός τοπικού καναλάρχη, μεγαλοεργολάβου
της περιοχής, λαμόγιο από τα λίγα. Η Ρίκα ήταν στην παρέα της Νένας, τα
μάτια της και τα αυτιά της όταν η Νένα απουσίαζε. Είχαν ταιριάξει γιατί η Ρίκα
κρατούσε ένα χαμηλό προφίλ, δεν το έπαιζε «σούπερ» και η Νένα δεν ένοιωθε να
της απειλεί την πρωτοκαθεδρία. Μία σέξι ξανθιά σαραντάρα ήταν, αλλά της έλειπε
αυτό το «κάτι» που θα της έκανε μεγάλη ντίβα. Στο ίδιο κρεβάτι δεν είχαν
βρεθεί, όχι πως την Νένα θα την χάλαγε, αλλά την Ρίκα το γυναικείο κορμί την
άφηνε εντελώς αδιάφορη. Όταν ήθελε «σπέσιαλ καταστάσεις» άφηνε δυό ανδρικά
κορμιά μαζί να την τρυγήσουν μέχρι που να πέσει ανάμεσα τους ξέπνοη.
Με το που πάτησε σπίτι της η Νένα πήρε τη Ρίκα τηλέφωνο. Κανόνισαν να βρεθούν
νωρίς το απόγευμα. «Μην τον πρήξεις στα τηλέφωνα» είπε η Ρίκα από το τηλέφωνο
στη φίλη της. «Άσε να δούμε αν σε επιθύμησε κι αυτός, αν θα σε πάρει»
Στις έξη και μισή το απόγευμα η Νένα συναντήθηκε με τη Ρίκα που ήρθε σπίτι της
για καφέ. Ξεκίνησαν με μία σύντομη διήγηση από τη μία και από την άλλη για το
πώς πέρασαν όλες αυτές τις μέρες που η Νένα έλειπε, αν έγινε κάτι που έπρεπε η
μία να πει στην άλλη.
Την ίδια ώρα ο Μάκης συνάντησε τη Λέξια και συζήτησαν τα φορολογικά του. Δεν το
άντεξαν παραπάνω από πέντε λεπτά, για άλλα καίγονταν και οι δυό. Άρχισαν να
ρωτούν ο ένας τον άλλο για τη ζωή τους, να λένε για τη δική τους, μετά άρχισαν
τα χαμόγελα, τα κομπλιμέντα, οι όλο σημασία ματιές…
Γύρω στις εφτά η Νένα είπε μία ακόμα φορά στη φίλη της το πώς της ακύρωσε το
ραντεβού ο Μάκης, πως τον άκουσε στο τηλέφωνο και ότι αυτή η απλή ακύρωση - που
μπορεί να μην ήταν τίποτα - της χτύπησε καμπανάκι.
Εφτά ήταν και όταν ο Μάκης με τη Λέξια κατέληξαν στο ότι η ζωή είναι πολύ
σκληρή, πολύ απαιτητική και ότι πρέπει όταν τους δίνεται η ευκαιρία να περνούν
καλά. Ο Μάκης βλέποντας πως συμφωνούν οι κοσμοθεωρίες τους την κοίταξε
στα μάτια και της είπε : «πάμε λοιπόν να περάσουμε καλά για λίγο οι δυό μας ;
το σπίτι μου είναι εδώ κοντά, μένω μόνος»
Στις εφτά και μισή, η Ρίκα έλεγε στη Νένα να μην πάρει τον Μάκη τηλέφωνο, να
περιμένει να δει πότε και αν θα την έπαιρνε εκείνος και τι θα της έλεγε.
…Λίγα χιλιόμετρα πιο κάτω ο Μάκης ήταν απασχολημένος την ίδια ώρα με την
μελαχρινή φοροτεχνικού. Τα σεντόνια στο βαθύ κόκκινο με λεπτές γαλάζιες
και άσπρες ρίγες αυτή τη φορά.
Γύρω στις εννιά η Νένα αποφάσισε πως αρκετά ασχολήθηκαν με το θέμα του Μάκη.
Στο κάτω κάτω ούτε κανένα ερωτευμένο κοριτσάκι ήταν, ούτε ανάγκη τον είχε. Αν
δεν την έπαιρνε, αν δεν την έπειθε ότι όλα ήταν όπως πριν, τότε θα τον έπαιρνε
και θα του έδινε τηλεφωνικά τα παπούτσια στο χέρι. Και θα προχωρούσε παρακάτω.
Υπήρχαν κι αλλού πορτοκαλιές που έκαναν πορτοκάλια. Δε θα έσκαγε κι όλας !
Κατά τις εννέα και μισή ενώ η Λέξια με το Μάκη συνέχιζαν το ηδονικό τους
ρεσιτάλ, η Νένα έσβηνε τις υποψίες της με ένα μπουκάλι ξινόμαυρο Merlot που μοιραζόταν με τη φίλη της. Το απολάμβαναν
μαζί με σαλάτα από μαρούλι, αβοκάντο, ξυνόμηλο και balsamico από την Μόντενα. Την είχε φτιάξει η
Μαλίνα, η Πολωνέζα που είχε η Νένα να την βοηθά στις δουλειές.
Μία ώρα αργότερα η Νένα με τη Ρίκα είχαν καταφέρει το πρώτο μπουκάλι και χαμήλωναν
την στάθμη στο δεύτερο. Η Νένα είχε ανάψει, όσο σκεφτόταν τον Μάκη άναβε
περισσότερο. Ο άνδρας της την άφηνε αδιάφορη, είχε επιθυμήσει ένα στιβαρό
ανδρικό κορμί. Η κουβέντα τους γύρισε στο παρελθόν και στους εραστές που είχαν.
Η Ρίκα έφυγε μισομεθυσμένη από το σπίτι της Νένας κατά τις ένδεκα. Δεν ήταν για
τιμόνι, έτσι η Νένα παρακάλεσε την Μαλίνα να την πάει σπίτι.
Η Λέξια δεν έφυγε εκείνο το βράδυ από του Μάκη. Πήρε σπίτι της τηλέφωνο και
είπε στον άνδρα της σε ανάλαφρο τόνο ότι δεν θα γυρνούσε το βράδυ. Θα ερχόταν
το άλλο πρωί να κάνει ένα μπάνιο και να αλλάξει να πάει στη δουλειά. Ο Σπύρος
δεν ρώτησε, δεν τον ενδιέφερε και δεν τον αφορούσε. Ούτε ήταν η πρώτη φορά.
Αρκεί η γυναίκα του να ήταν προσεκτική, είχε μάθει πια πως ήταν.
«Τελικά καλά τα έλεγαν, είναι καλός», σκεφτόταν η Λέξια ενώ έμπαινε χορτασμένη
το άλλο πρωί στο αμάξι της.
«Τελικά ο Λαυρέντης είχε δίκιο… μελανούρι και ηφαίστειο» σκεφτόταν ο Μάκης ενώ
ξάπλωνε για λίγο ύπνο ακόμα, η Λέξια δεν του είχε αφήσει πολλά περιθώρια όλο το
βράδυ, λαγοκοιμόντουσαν για λίγο, ξύπναγαν και συνέχιζαν. Ήταν ξεθεωμένος, η
Λέξια τον είχε ξεζουμίσει.
Πήρε τη γραμματεία του νοσοκομείου να ζητήσει να βάλουν ένα ειδικευόμενο στο
πόστο του μέχρι να πάει. Την αιτιολογία την είχε και ήταν πιστευτή, ήξεραν ότι
τον έπιανε πράγματι μία νευρική γαστρίτιδα καμιά φορά.
«Γαμώτο ! δεν πήρα τη Νένα !» σκέφθηκε και πετάχτηκε από το κρεβάτι πριν ο
ύπνος σφαλίσει τα μάτια του. Την πήρε βιαστικά, της είπε ότι έχει ένα πολύ
σοβαρό περιστατικό και ότι θα την έπαιρνε κατά το μεσημέρι από το Νοσοκομείο.
Πρόλαβαν πάντως να κανονίσουν για αργά το απόγευμα την ίδια μέρα.
Συναντήθηκε ο Μάκης με τη Νένα αφού εξαφάνισε προσεκτικά τα ίχνη της Λέξιας από
το διαμέρισμα του. Μέχρι και σεντόνια άλλαξε και έβαλε αρωματικά κεριά, δήθεν
για ατμόσφαιρα, ήθελε να σκεπάσουν το άρωμα της. Έβαλε τα δυνατά του να της
αποδείξει ότι λαχταρούσε το κορμί της. Το απέδειξε όσο καλύτερα μπορούσε, το
κορμί της Νένας ούτως ή άλλως δεν τον άφηνε ασυγκίνητο.
«Καλά περάσαμε» είπε η Νένα στη φίλη της την άλλη μέρα. «Είχε λέει και πολλά
όλη τη μέρα, δεν είχε πάρει ανάσα όπως μου είπε. Πάλι καλά. Με ακούς χορτασμένη
αλλά δεν είμαι κοριτσάκι... Την έκανε τη λαδιά και έβαλε τα δυνατά του για να με
αποκοιμίσει. Δεν πέφτω έξω εγώ. Και όπως τον έκοβα στο λίγο που μιλήσαμε… τι να
πω, δεν κόβω το κεφάλι μου αλλά κάτι δεν μου πάει καλά. Πρέπει να μάθω και θα
βοηθήσεις. Αν μου τα φορά ο γιατρουδάκος, θα τον διαλύσω !».
Ξαναβγήκε ο Μάκης με τη Λέξια την επόμενη μέρα. Δεν μπορούσε να την αφήσει
μόλις την είχε βρει. Στη Νένα δικαιολογήθηκε ότι είχαν έρθει κάτι
συνάδελφοι του από την Αθήνα και έπρεπε να τους δει, να βγούνε παρέα,
της είπε ότι θα την έβλεπε σε τρεις μέρες που θα έφευγαν. Η Νένα δεν
το έφαγε, αλλά το έπαιζε άνετη, δεν ήθελε να του δείξει ότι τον κυνηγά από
πίσω... Έβραζε από μέσα της αλλά του το έκρυβε. Περίμενε την απόδειξη που θα
τον έστελνε οριστικά στην λίστα των πρώην. Ήδη σκεφτόταν τι άλλο να του κάνει
εκτός από αυτό.
O Mάκης ξαναγύρισε στη Νένα για μερικές μέρες λέγοντας στη Λέξια την ίδια
δικαιολογία, φίλοι από την Αθήνα.
Ήταν η σειρά της μελαχρινής καλλονής να περάσει αυτά που είχε περάσει η Νένα
όταν γύρισε από τις διακοπές της. Την ώρα που ο Μάκης δεν άφηνε ούτε πόντο στο
κορμί της Νένας ερωτικά ανεκμετάλλευτο, η Λέξια είχε πολεμικό συμβούλιο με τη
Ντέμη, την δική της κολλητή. Δεν τους πήρε πολύ να αναλύσουν την κατάσταση, το
πράγμα για τις δύο φίλες ήταν φως φανάρι. Ιδίως όταν ο Μάκης είχε κλειστό το
κινητό του όλο το απόγευμα. Ακόμα χειρότερα γιατί η Ντέμη είχε περάσει έξω από
το σπίτι του και είχε δει το αυτοκίνητο του, την ώρα που ο Μάκης είχε πει στη
Λέξια ότι θα γύρναγε στη πόλη με τους φίλους του.
Μέρος Δ!
Ούτε η Νένα ούτε η Λέξια είχαν πρόβλημα με το να κάνουν τόσο έντονο αλλά και
τόσο εξουθενωτικό σεξ μόνο δυο τρεις φορές την εβδομάδα. Τους άφηνε καιρό να
βγουν γυναικοπαρέα, να το παίξουν κάποιες στον κύκλο τους συμμετέχοντας σε
κάποιες "κοινωνικές εκδηλώσεις", να πάνε για ψώνια. Ακόμα και να
πεταρίσει το ματάκι τους για κάτι καινούργιο, να το καταχωρούσαν στα "υπ
όψιν" για αργότερα, ότι και να σήμαινε αυτό. Αυτό όμως δεν σήμαινε ότι θα
κατάπιναν αμάσητο το να γυρνά «ο δικός» τους με μία άλλη τις μέρες που δεν ήταν
μαζί τους.
Και τη Νένα και την Λέξια τις έτρωγε η περιέργεια ποια ήταν η «άλλη», ότι
υπήρχε άλλη το θεωρούσαν δεδομένο. Χωρίς να το ξέρουν έκαναν παρόμοιες σκέψεις
: πρώτα θα μάθαιναν αυτό και μετά έχοντας «όλα τα στοιχεία του φακέλου» θα
προχωρούσαν στα όποια αντίμετρα, στην απόδοση ποινής.
Οι ίδιες δεν έτρεχαν πίσω από το γιατρό. Ούτε ερωτευμένα κοπελούδια ήταν ούτε
ρισκάριζαν το να τις έβλεπε και να έπεφταν τόσο στα μάτια του. Έτσι είχαν
αναλάβει «οι δικές τους», η Ντέμη και η Ρίκα να περνούν έξω από το σπίτι του
και να κόβουν κίνηση. Δεν έκοβαν βάρδιες βέβαια αλλά περνούσαν μερικές φορές
όταν ο Μάκης δεν ήταν στο νοσοκομείο.
Ο Μάκης όμως πρόσεχε. Τα διπλά παιχνίδια θέλουν προσοχή, η κοινωνία ήταν μικρή
και διψασμένη για κουτσομπολιά, τα πάντα μεταδίδονταν όπως η φωτιά σε
ξερόκλαδα. Δεν είχε καταλάβει ότι τον υποψιάζονταν αλλά φοβόταν μήπως κάποιο
μάτι πάρει χαμπάρι έστω και τη μία και αρχίσουν τα σούσουρα. Κάτι τέτοιο θα το
μάθαινε και η άλλη αργά ή γρήγορα. Θα ερχόταν καταιγίδα που θα προτιμούσε να
απέφευγε. Δεν είχε πρόβλημα να το κόψει αν του τα ζάλιζαν ή να πει και κανένα
«Γαλλικό» σε έντονο ύφος. Όλη αυτή η βαβούρα όμως, οι απροσδόκητες αντιδράσεις
τον γυναικών, γιατί να μπλέξει και να έχει να τα ξεμπλέξει μετά ; Είχε αρχίσει
να χτίζει και ένα όνομα, του άρεσε το νοσοκομείο, η δουλειά του, η πόλη, είχε
κάνει μερικές καλές παρέες. Σκόπευε να μείνει. Το να προσέχει λοιπόν ήταν
καλύτερο από πολλές μεριές.
Έτσι σταμάτησε να τις φέρνει σπίτι του. Επικαλέσθηκε την ίδια δικαιολογία και
στις δύο : ότι είχε μετακομίσει στην σχεδόν απέναντι πολυκατοικία ο
δημοσιογράφος ενός τοπικού καναλιού. Δεν θα ήταν σωστό ούτε για τον ίδιο, ούτε
για αυτές να τις δουν να μπαίνουν σπίτι του, παντρεμένες γυναίκες.
Αλήθεια έλεγε. Μόνο που ο δημοσιογράφος έμενε εκεί από πριν έρθει ο Μάκης στην
πόλη. Είχε έρθει μια φορά για εξετάσεις, έτσι πάνω στην κουβέντα προέκυψε πως
είναι κατά κάποιο τρόπο γείτονες. Ο δημοσιογράφος έμενε στον ίδιο δρόμο αλλά
αρκετές πολυκατοικίες πιο κάτω, δεν αποτελούσε αδιάκριτο μάτι. Ήταν όμως αρκετό
για να τις φοβίσει. βασιζόταν πως αν ρωτούσαν θα το έκαναν έμμεσα, διακριτικά.
Όπως και έγινε.
Έτσι άρχισε να τις πηγαίνει σε διαφορετικά μέρη. Την ώρα που η Ρίκα ή η Ντέμη
τον έψαχναν με «τυχαίες» βόλτες έξω από το σπίτι του για να δώσουν αναφορά στις
κολλητές τους, ο Μάκης μπαινόβγαινε σε διάφορα ξενοδοχεία σε πόλεις κοντά στη
δική τους. Για την γκαρσονιέρα ήξερε, είχε μάθει τι παιζόταν εκεί εδώ και
καιρό… Δε γούσταρε όμως να είναι στην λίστα αναμονής μαζί με τα φανταράκια και
τα φοιτητούδια ούτε να αντιμετωπίζει τα εξεταστικά βλέμματα της Λίτσας που
κρατούσε τα κλειδιά.
Οϋτε η Νένα ούτε η
Λέξια όμως του πρότειναν την γκαρσονιέρα. Την έβρισκαν με αυτό το «σε
άλλη γη σ άλλα μέρη» που λέει και το παλαιόν άσμα. Τον είχαν και οι δύο για
«σπέσιαλ περίπτωση» που έχει άλλες απαιτήσεις…
Ο Μάκης λοιπόν στον έβδομο ουρανό, άδικο είχε ; Τον πήγαινε στην κόλαση η μία,
τον έστελνε αδιάβαστο η άλλη. Και φυσικά ο «μεγάλος καβαλάρης» τις ξεπλήρωνε με
το ίδιο νόμισμα.
Φυσικά όταν δεν ήταν στο κρεβάτι υπήρχαν καμιά φορά προβλήματα. Η Νένα και η
Λέξια, με τον τρόπο της η κάθε μία, του είπαν ότι «ερωτευμένο κοριτσάκι δεν
είμαι, αλλά όσο κρατά αυτό που έχουμε, δεν θέλω λαδιές» . Και κείνος πάλι
τους έλεγε ότι περνά καλά και φροντίζει να περνούν καλά κι εκείνες. Και μέχρις
εκεί, παντρεμένος μαζί τους δεν ήταν.
Δεν παίζονταν συχνά αυτές οι σκηνές αλλά παίζονταν. Γενικά οι τρεις τους
περνούσαν καλά. Όμως ο Μάκης με τη Νένα καμιά φορά όταν είχαν δικό τους
Σαββατοκύριακο πήγαιναν και στη Θεσσαλονίκη ή στην Αθήνα, με αεροπλάνο. Να
κάνουν την βόλτα τους να φάνε έξω, να πάνε σε ένα κέντρο να διασκεδάσουν. Τα
ίδια έκανε ο Μάκης και με τη Λέξια.
Ο διάολος όμως όπως λέει η παροιμία έχει πολλά ποδάρια… Και ο διάολος σε αυτή
την περίπτωση πήρε τη μορφή της Πέρσας.
Η Πέρσα η ομορφονταρντάνα που είχε δεσμό με ένα παντρεμένο δικηγόρο και
για να μη τους δουν πήγαιναν όπως και ο Μάκης συχνά Θεσσαλονίκη.
… Η Πέρσα που ήθελε να μπεί στο κλάμπ των κυριών αλλά έφαγε πόρτα. Έμαθε ότι η
Νένα και η Λέξια αντέδρασαν, δεν την ήθελε ούτε η μία ούτε η άλλη στην παρέα
τους. Την θεωρούσαν «πλέμπα», «κατωτέρου», δεν ήταν «μεγαλοκυρία» σαν κι
εκείνες. Τους το φύλαγε μανιάτικο λοιπόν, έψαχνε ευκαιρία να τις εκδικηθεί…
…Η Πέρσα που
πηγαίνοντας με το δικηγόρο στη Θεσσαλονίκη, είδε το γιατρό με τη Λέξια, στα
λαδάδικα. Δεν είπε τίποτε εκείνη την ώρα, ήθελε να βρεί κάτι και για τη Νένα,
να σκάσουν οι δύο μπόμπες μαζί. Έτσι, πρόσεξε μη την δουν και το φύλαξε για
αργότερα.
…Η Πέρσα που δυό βδομάδες αργότερα είδε τη Νένα με τον Μάκη, να
περπατούν έξω από τον Λευκό Πύργο, ψάχνοντας που θα κάτσουν.
…Η Πέρσα που είχε μάθει πως η Νένα με τη Ρίκα και Λέξια με την Ντέμη ήταν
κολλητές και βρήκε την ευκαιρία που έψαχνε καιρό…
…Η Πέρσα φρόντισε να πει «κατά λάθος» στη Ντέμη για το Μάκη με τη
Νένα… όπως να πει και στη Ρίκα για τον Μάκη με τη Λέξια. Πού, πότε, όλες τις
λεπτομέρειες… Στο στυλ «φιλικό κουτσομπολιό κάνουμε» πάντα…
Την ώρα που ο Μάκης ήταν στο ιατρείο του νοσοκομείου, αμέριμνος και σίγουρος
ότι όλα πάνε καλά στην ερωτική του ζωή, μία σεισμική δόνηση πολλών… ρίχτερ
συγκλόνισε την γυναικοπαρέα που «ήξερε». Η Πέρσα φρόντισε να μάθουν για τον
γιατρό και τις δραστηριότητες του και άλλες γυναίκες, έτσι έφτασαν τα νέα και
σε μερικές της γυναικοπαρέας.
Τα τηλέφωνα άναψαν, το «ειδύλλιο» του γιατρού με τη Νένα και την Λέξια
αντικατέστησε κάθε άλλο κουτσομπολιό που μοιράζονταν οι «μυημένες». Όλες
ήξεραν πόσο «αγαπιόντουσαν» η Νένα με τη Λέξια, την υπόγεια μάχη τους για
πρωτοκαθεδρία στον γυναικόκοσμο της πόλης. Τα καρφιά που είχαν ανταλλάξει, τα
δηλητηριώδη σχόλια της μιας για την εμφάνιση της άλλης, τις προσπάθειες κάθε
πλευράς να υποτιμήσει τις δραστηριότητες της άλλης, στον ερωτικό τομέα και όχι
μόνο.
Τα έμαθαν λοιπόν τα νέα οι λύκαινες της πόλης και περίμεναν την συνέχεια με
κομμένη την ανάσα. Ήταν σίγουρο πως κάτι θα γινόταν. Και αυτό το κάτι θα
μαθαίνονταν, ήταν σίγουρες πως η πλευρά που θα επικρατούσε στην επερχόμενη
σύγκρουση θα φρόντιζε και για αυτό.
Πρώτη πήρε τηλέφωνο τον Μάκη η Λέξια. Ήταν να βρεθούν το βράδυ, τον πήρε μία
ώρα νωρίτερα να του πει ότι το σκέφτηκε καλά, αυτή η σχέση δεν έβγαζε πουθενά,
τελείωσαν. Ήταν ψύχραιμη, άνετη και αποφασισμένη.
Ξαφνιάστηκε ο Μάκης αλλά δεν το έδειξε. Δεν πόνεσε και ιδιαίτερα, απλώς και
εκείνος προτιμούσε να αφήνει παρά να τον αφήνουν.
Πάνω που έφτιαχνε ένα καφέ και σκεφτόταν πώς να περάσει το βράδυ του, τον πήρε
η Νένα. Κάτι είχε ακούσει ο άνδρας της για τους δυό τους και της έβαλε της φωνές.
Έκανε ο καθένας την ζωή του αλλά φρόντιζαν την εικόνα που έδειχναν προς τα έξω.
«Κοίτα Μάκη, του είπε η Νένα… ότι είχαμε να πάρουμε και
να δώσουμε ο ένας από τον άλλο το πήραμε και το δώσαμε. Το τελειώνουμε φιλικά,
και προχωράμε. Δεν μπορώ να ρισκάρω, ούτε θέλω».
Ο Μάκης έκρυψε την έκπληξη του και έδειξε να το δέχεται άνετα. Μέσα του όμως
έβραζε… Πολύ μεγάλη σύμπτωση… την ίδια μέρα και οι δύο… Κάτι έπαιζε, το ήξερε.
Δεν ήθελε όμως να δείξει ότι καίγεται, που δεν καιγόταν κι ιδιαίτερα. Έφαγε
βέβαια μια σφαλιάρα ο εγωισμός του και αυτού του είδους οι σφαλιάρες δεν του άρεσαν
καθόλου.
«Μα και οι δύο την ίδια μέρα…» έλεγε και ξανάλεγε, δεν του κατέβαινε, αλλά
έπρεπε να το παίξει αδιάφορος. Δεν θα τις παρακαλούσε για να μάθει. Ίσως κάποια
στιγμή να του το έλεγαν μόνες τους. Δεν ήταν σίγουρος πόσο το εννοούσαν ότι χώρισαν. Ένα
μπουκάλι ουίσκι αργότερα, κατεβασμένο παρέα με τα φιλαράκια του και το
ζαλισμένο του μυαλό σκεφτόταν εναλλακτικές…
Όλη η «αγέλη» περίμενε τα καυτά νέα… Όμως οι ώρες περνούσαν και τίποτε δεν
έγινε. Το βράδυ πολλές είδαν τη Νένα με τον άνδρα της σε μία θεατρική παράσταση
ενός θιάσου που είχε έρθει από την Αθήνα. Παρέα με τη Ρίκα και τον δικό της
άνδρα, έλαμπε και ήταν μέσα στο χαμόγελο. Όσο για τη Λέξια, βρέθηκε το ίδιο
βράδυ σε μία ταβέρνα με μεγάλη παρέα, η Ντέμη με τον άνδρα της ήταν επίσης
παρόντες. Τα έσπαγαν μέχρι τις δύο το πρωί. Όσες την είδαν έλεγαν ότι η
μελαχρινή αμαζόνα ήταν στις μεγάλες της ομορφιές και μόνο να τραβάει κανένα
ζόρι δεν φαινόταν.
Η επόμενη μέρα ήρθε και πέρασε χωρίς κάτι το ξεχωριστό, το ίδιο και η μεθεπόμενη.
Όσες περίμεναν «αίμα» απογοητεύτηκαν. Η Πέρσα δεν ήξερε τι να σκεφτεί. Στην
αρχή σκέφθηκε πως η Ντέμη και η Ρίκα για να αποσοβήσουν την σύγκρουση
Νένας-Λέξιας δεν τους είπαν τίποτα. Απέρριψε γρήγορα την ιδέα. Στην επόμενη
συγκέντρωση της γυναικοπαρέας και η Νένα και η Λέξια παραδέχτηκαν πως είχαν
πάει με τον γιατρό. Άνετες, χωρίς η μία να εκπλήσσεται ούτε να ενοχλείται που
είχε πάει και η άλλη.
«Σποραδική σχέση που δεν άξιζε να κρατήσει και πολύ» το χαρακτήρισε η Νένα.
«Όπου ακούς πολλά κεράσια, κράτα και μικρό καλάθι» κάρφωσε το φέρετρο του
γιατρού η Λέξια, τονίζοντας με ιδιαίτερο τρόπο το «μικρό»…
Την μόνη στιγμή που κάποια μαχαίρια πήγαν να βγουν από τις θήκες και κάποια
βλέμματα άστραψαν, ήταν όταν η Νένα αποκάλεσε τον Μάκη «σαβουρογάμη» κοιτώντας
την Λέξια η οποία της αντιγύρισε βλέμμα και πρόκα λέγοντας «δεν ξέρεις πόσο
συμφωνώ γλυκειά μου ! έτσι ακριβώς ήταν»… Η Ντέμη και η Ρίκα γύρισαν την
κουβέντα γρήγορα σε άλλα θέματα και ο γιατρός ξεχάστηκε από την μικρή παρέα…
Δεν έπεσε λοιπόν το μεγάλο μαλλιοτράβηγμα, δούλεψαν πολύ οι κολλητές της Νένας
και της Λέξιας για να μην πέσει. Και η ζωή συνεχίστηκε στην μικρή πόλη… (Σ.τ.Σ
: λέμε τώρα, κάποια στιγμή, από άλλες πηγές κάποιοι έμαθαν όχι για τον γιατρό
και την σχέση του με τη Νένα ή τη Λέξια, ούτε για την ίδια την Νένα και την
Λέξια. Τυχερές ; προσεκτικές ; έξυπνες που είδαν την μπόρα και πήραν μέτρα
εγκαίρως; είχαν λεφτά και άκρες για να βουλώσουν τα κατάλληλα στόματα την
κατάλληλη στιγμή ; Όλα αυτά μαζί συν ένα ακόμα : είχαν άνδρες που δεν ήθελαν το
σκάνδαλο γιατί θα τους ακουμπούσε και τους ίδιους προσωπικά. Γιατί λεφτά και
άκρες είχαν κι άλλες αλλά δεν γλύτωσαν… Για κάποιες μαθεύτηκε, αντιδράσεις
υπήρξαν, σπίτια χάλασαν, αλλά άσχετα του διηγήματος όλα αυτά…)
Ο Μάκης τα ξανάφτιαξε
με την βοηθό του για λίγο πριν ανοιχτεί σε άλλες αγκαλιές. Αν και παρατήρησε
ότι μερικές που είχαν δείξει αρχικά ενδιαφέρον για αυτόν, έπαψαν στη συνέχεια
να δείχνουν. Ήταν σίγουρος ότι στους γυναικείους κύκλους της πόλης οι δύο πρώην
θα τον είχαν θάψει. Θύμωνε για αυτό, ιδίως όταν έφτασε στα αυτιά του κάποιες
κυρίες τον έδειχναν κι έλεγαν πως σαν άνδρας δεν μέτραγε. Άκουσε μάλιστα και
ένα στιχάκι που του την έδωσε, τον έδειχναν και έλεγαν υποτιμητικά «ο γιατρός ο
μικρός».
Τι να κάνει όμως ; Οι
πρώην του έπαιρναν την εκδίκηση τους, εκείνος όπου μπορούσε αποδείκνυε ότι οι
φήμες ήταν λανθασμένες. Ευτυχώς για αυτόν η πόλη είχε ακόμα μερικά θηλυκά
ανυπόμονα να διασκεδάσουν την ανία τους.
Αυτές όμως που τον δεχόντουσαν ήθελαν κάποιον να πηδιούνται για να έχουν κάτι
λιγότερο βαρετό να κάνουν ή για να μη νοιώθουν όλη την ώρα μόνες. Ή για να
καυχηθούν στη φίλη τους ότι «πήδηξαν τον γιατρό». Δεν θα τον απασχολούσαν όλα
αυτά αν οι ίδιες κάτι έλεγαν.
Πώς το λέει το ανέκδοτο ; «με το πήδημα γνωρίζεις και κόσμο…»… Μόνο που εκείνος
τον «καλό κόσμο» τον είχε στερηθεί, τού τον είχαν στερήσει μία καστανομάλλα και
μία μελαχρινή καλλονή. Γυναίκες σαν τη Νένα και σαν τη Λέξια δεν είχε
ξαναγνωρίσει. Αν τους έβαζε δέκα, σαν εμφάνιση και σαν ερωτική συμπεριφορά στο
κρεβάτι, στην επόμενη από αυτές με το ζόρι θα έβαζε εφτά, άντε σπάνια, πολύ
σπάνια όμως, κανένα οκτώ. Και είχε καλομάθει στα δεκάρια, του έλειπαν… Τις
έβλεπε σπάνια, τον έβλεπαν και γύριζαν αλλού το κεφάλι. Έκανε κι εκείνος το
ίδιο.
Όσο για την καριέρα του, τα σκάνδαλα που ξέσπασαν δεν τον έμπλεξαν πουθενά, δεν
είχαν επιπτώσεις σε εκείνον. Σαν γιατρός μια χαρά τα πήγαινε, αλλά σαν άνδρας
κυνηγός είχε πέσει σε πιο κάτω επίπεδο κι όχι μόνο ένα. Αυτό τον έτσουζε κι ας
προσπαθούσε να μη το δείξει.
… Κι η ζωή, η ερωτική
της πλευρά και φυσικά όχι μόνο αυτή, συνεχίστηκε για τους ανθρώπους της πόλης.
Με τα πάνω τους, με τα κάτω τους, με τα ίσια τους και με τα στραβά τους… Έτσι
δε γίνεται πάντα ;
ΤΕΛΟΣ
Το παραπάνω διήγημα θα αναρτηθεί και στο δρώμενο "Ερωτική Υμνωδία", ( εδώ ) στο ιστολόγιο "On the Up and Up" της Lysippe. Είναι μία αξιέπαινη προσπάθεια συλλογής ερωτικών διηγημάτων.
Επιστροφή στο μενού των διηγημάτων πατείστε εδώ
Επιστροφή στο βασικό μενου πατείστε εδώ
Το παραπάνω διήγημα θα αναρτηθεί και στο δρώμενο "Ερωτική Υμνωδία", ( εδώ ) στο ιστολόγιο "On the Up and Up" της Lysippe. Είναι μία αξιέπαινη προσπάθεια συλλογής ερωτικών διηγημάτων.
Επιστροφή στο μενού των διηγημάτων πατείστε εδώ
Επιστροφή στο βασικό μενου πατείστε εδώ
Καλησπέρα Γιώργο μου !
ΑπάντησηΔιαγραφήΑααα ! αυτό σου το διήγημα να το ξέρεις θα το πάω κομματιαστά.
Λοιπόν το Μέρος Α' ξεκινάει εντυπωσιακά ! μια κοινωνική πραγματικότητα της διπλανής πόρτας. Ερωτικά σκιρτήματα που γίνονται όργια. Ανθρώπινες σχέσεις βασισμένες στο συμφέρον που αναζητούν την διψασμένη και απωθημένη ηδονή.
Άντρες και γυναίκες κάθε ηλικίας και τάξης που προσπαθούν να βρουν διέξοδο σε απωθημένη και καταπιεσμένη σεξουαλικότητα που προέρχεται από επώδυνους συμβιβασμούς στη ζωή τους, στους οποίους οι ίδιοι προχώρησαν ως εξαγορασμένα αντικείμενα.
Sex machine λοιπόν ο Τάκης και προχωρούμε στην ανάγλυφη συνέχεια.
Φυσικά θα επανέλθω.
Έκλεισα και το 2ο μέρος Γιώργο. Εκεί που οδηγεί τις δύο "αμαζόνες", την Λέξια (ωραίο όνομα) και την Νένα να κονταροχτυπηθούν για τον έλεγχο της γκαρσονιέρας του ποθου και της ηδονής.
ΔιαγραφήΣε εξιτάρει το διήγημα με αυτό του το ερωτικό παρασκήνιο. Βλέπεις δεν αρκεί ο πόλεμος και η φωτιά των κορμιών, έχουμε ανέκαθεν και εδώ την νομή της εξουσίας. Κρίμα πραγματικά. Διαβάσαμε με έκδηλη περιέργεια και έξαψη για ερωτικές ιστορίες πίσω από πόρτες και ιατρεία. Ιστορίες όχι μακρινές αλλά αυτές της διπλανής μας πόρτας.
Πολύ ωραία δοσμένες Γιώργο.
Συνεχίζεις.
Αχ βρε Γιάννη, ΠΟΣΟ ΚΟΝΤΑ ΕΠΕΣΕΣ !! Δεν τα έχω γράψει όλα, δεν ήθελα να σοκάρω περισσότερω. κράτησα ένα μέρος της ιστορίας όπως την είχα γράψει πριν χρόνια έξω από αυτή την έκδοση. Όταν βγάλω το βιβλίο με τα ερωτικά διηγήματα, εκεί θα βάλω την κανονική έκδοση αυτής της ιστορίας που έχει σάλτσα μπόλικη δική μου, είναι φανταστική, αλλά βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα που έγιναν σε διάφορες επαρχιακές πόλεις και νησιά πριν πολλά χρόνια. Δες και την απάντηση μου στη Lysippe πιο κάτω.
ΔιαγραφήΠάει και το Γ' Μέρος !!! εκεί έγινε χαμός ! σε κάποια στιγμή πήρα χαρτί και μολύβι να δω ποιος πάει με ποιαν χαχαχαχαχαχα. Το θέμα είναι ότι όλοι περνάνε καλά και αντί να το απολαμβάνουν αυτό αρχίζουν, ως ηλίθιοι, τα "γιατί", τα "πως", τα "μήπως". Αφήστε βρε σεις τις ...έρευνες. Όλοι "παρανομείτε". Εμ βγάλτε το ...σκασμό και απολαύστε αυτό που ζείτε, που θέλετε να ανακατεύετε. Βρε τι κόσμος !!!
ΔιαγραφήΓιώργο μου ανάγλυφο της κοινωνίας των ανθρώπων το διήγημά σου. Την καλησπέρα μου.
Χαίρομαι που το γλεντάς Γιάννη. Και που να έβλερπες την αρχική έκδοση, εκεί ήθελες όχι μόνο μολύβι αλλά και κομπιουτεράκι ! χαχαχα
ΔιαγραφήΤο λέω αυτό γιατί όπως έγραψα και στην Σταυρούλα... το "στρογγύλεψα" κάπως πριν το βάλω εδώ, το μαλάκωσα. Όχι μόνο στις περιγραφές (που δεν ήταν και τίποτα υπερβολικό, άδικα μάλλον το μαλάκωσα σε αυτό) αλλά και στην υπόθεση (εδώ είχε λίγο πράμα για κόψιμο...). Όταν με το καλό βγάλω σε βιβλίο μερικά διηγήματα μου ερωτικής λογοτεχνίας, θα δεις το original.
Σε ευχαριστώ φίλε για την ενθάρυνση και τα καλά σου λόγια ! Να είσαι καλά !
χορταστικό, πραγματικό, ακούστηκαν πολλά ανάλογα για επαρχιακή μεγαλούπολη πριν λίγα χρόνια και το ροζ ξενώνα επώνυμων γυναικών εκεί και πάρα πολύ καλό! Στο σεξ όλοι και όλα δεν παίζουν;
ΑπάντησηΔιαγραφήΣε ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια. Χαίρομαι που σου άρεσε. Πολλά έχουν ακουστεί κατά καιρούς όντως για αρκετά μέρη. Μερικά από αυτά παλιότερα βγήκαν και σε εφημερίδες και σε κανάλια. Στην τελευταία σου πρόταση απαντά ίσως η ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ ιστορία που έγραψα πριν χρόνια, την είχα βάλει σε ένα μπλογκ που είχα πριν χρόνια, την "στρογγύλεψα" κάπως για να τη βάλω εδώ. Φανταστικό το στόρυ και στην original version, αλλά πιο κοντά σε μερικά πιο πιπεράτα που γράφτηκαν και ειπώθηκαν για μερικές "σκανδαλιάρικες" πόλεις, εδώ τα άφησα απ' έξω.
ΑπάντησηΔιαγραφήTί γίνεται στον κόσμο Gip!
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλύτερα θα έλεγα "Η αβάσταχτη πλήξη των αστών" που επιδίδονται σε ασύστολο σεξ μετατρέποντας το περιβάλλον τους σε ένα τεράστιο κρεβάτι. Απ' την άλλη έχω ακόμα στο νου μου την ηχώ του "Κάνετε έρωτα, όχι πόλεμο". Κατάφερες να δώσεις με ενάργεια και υποδόριο χιούμορ όλο αυτό το θλιβερό σούρσιμο από κρεβάτι σε κρεβάτι παράλληλα με την κενότητα των ανθρώπων μιας καλοβολεμένης κατηγορίας.
Πάω να διαβάσω και το δεύτερό σου.
Χαιρόμαι που σου άρεσε και ΣΥΜΦΩΝΩ μαζί σου. Σε όλες τις τάξεις υπάρχει "αμαρτωλό σεξ", παράνομα πάθη, βίτσια κ.λ.π. όμως "ανθίζουν" κυρίως στην αστική και περισσότερο ακόμα στην μεγαλοαστική τάξη. Οι μεν κύριοι εκμεταλλεύονται τα λέφτά και την θέση τους, οι δε κυρίες με λυμένα τα προβλήματα τους... ασχολούνται με αυτό για να ξεφύγουν από την ανία τους. Και φυσικά δεν περιμένω κοινωνικές ευαισθησίες από άτομα που ασχολούνται μόνο με το πως θα αναζητήσουν και πως θα απολαύσουν ηδονικές στιγμές.
ΑπάντησηΔιαγραφήΣε ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια.
Χορταστική η αφήγησή σου, Γιώργο. Μια συρραφή ερωτικών καταστάσεων που δεν ξέρω κατά πόσο βρίσκουν πρόσφορο έδαφος στην αστική και μεγαλοαστική τάξη, ιδίως στις μέρες μας - κι αναφέρομαι αποκλειστικά σε ζωές "κοινών θνητών", όχι διασήμων. Πίσω από κλειστές πόρτες και προσωπεία καθωσπρεπισμού συμβαίνουν πολλά... Κι εάν τύχει καμιά φορά βγαίνει κι η βρόμα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΧάρηκα την ροή τού λόγου σου, την αντρική σου ματιά (λίγες οι αντρικές πένες στην μπλογκογειτονιά γαρ) κι ακόμη παραπάνω την προσπάθεια να μπεις στο γυναικείο πετσί, και νομίζω το κατάφερες πολύ καλά.
Σ' ευχαριστώ θερμά για τον +1 οβολό σου στην Ερωτική Υμνωδία.
Εγώ σε ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια. Από ότι ακούμε και από ότι μαθαίνουμε, συμβαίνουν και στην αστική και κυρίως στην μεγαλοαστική τάξη. Μη ξεχνάς, η ιστορία μου φανταστική μεν, με μπόλικη δική μου σάλτσα, αλλά σε ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ βασίστηκαν. Και ΔΕΝ τα έγραψα όλα όπως ξέρεις... Έκλεισαν σπίτια σε πόλεις εξαιτίας των σκανδάλων που ξέσπασαν. Δεν ήταν όλες μεγαλοκυρίες, σε κάποιο μέρος ήταν αστική τάξη, παντρεμένες που οι άνδρες τους έλειπαν καιρό και είχε γυαλίσει το μάτι τους. Όλα αυτά τα έγραψαν εφημερίδες και αρκετά τα έδειξαν τα μεγάλα κανάλια της τότε εποχής. Όλες οι τάξεις έχουν τα καλά τους και τα πάθη τους, συνυφασμένα και προερχόμενα από τον τρόπο της ζωής τους. Χωρίς να γενικεύω φυσικά, λουλούδια και "λουλούδια" υπάρχουν σε κάθε τάξη.
ΑπάντησηΔιαγραφήΣε ευχαριστώ για το κοπλιμέντο ότι μπαίνω στο γυναικείο πετσί, από μικρός έχω ΠΟΛΛΕΣ γυναίκες φίλες (φίλες λέμε, τίποτα το πονηρό, από αδελφικές φίλες που μου τα λένε όλα, μια ζωή έχω πήξει ! χαχαχα) . Έτσι, έμαθα λίγο την νοοτροπία σας.
Γεμάτο διήγημα. Γεμάτο αλήθειες που συμβαίνουν γύρω μας ιδίως στις μεγάλες αστικές περιοχές, (απλά στις μικρές κοινωνίες αργά ή γρήγορα μαθαίνονται). Γεμάτο διήγημα από εικόνες και κοινωνικά στοιχεία, με μια γραφή που σε κρατά σε εγρήγορση, και τόσο περιγραφική που λες και τα ''ζεις'' στη δική σου πόλη. Μια γραφή οικεία,σαν να είναι προφορικός λόγος!
ΑπάντησηΔιαγραφήΤι κόσμος βρε Γιώργο!!! Πόσο άδειος!! Χωρίς ένα σκοπό ουσιαστικό, χωρίς συναισθήματα, χωρίς ευτυχία ή έστω ευτυχισμένες στιγμές. Μόνο σεξ και μάλιστα όχι απλά σεξ απόλαυσης αλλά επικράτησης, όχι επειδή έτσι ορίζει η φύση του καθένα αλλά για να γεμίζουν άδειες ώρες, σεξ για επιβολή και για πιστοποίηση νεότητας και ικανότητας. Φοβερό, ανατρίχιασα διαβάζοντας...κι αυτό δείχνει πόσο ζωντανά μετέφερες τις εικόνες μιας σάπιας κοινωνίας
Καλό βράδυ
Κοίτα τώρα τι κουβέντα είπε η Άννα εδώ !!!!! πωπωπωωωωωωω
Διαγραφή"Σεξ επικράτησης και όχι απόλαυσης" !!!!!!!!!
Απίστευτη αλήθεια έτσι ; διατυπωμένη σε μια φράση. Ολάκερη η αλήθεια μιας τυποποιημένης κλισαρισμένης κοινωνίας που μέσα από το σεξ νέμεται την εξουσία της. Αχ βρε Άννα !!!! αχ βρε Άννα.
Άδειος κόσμος Άννα, έχεις δικιο. Όπως έγραψα και πριν αυτά συμβαίνουν σε όλες τις τάξεις. Παράνομα πάθη, βίτσια κ.λ.π. . Πρωτοκαθεδρία στα "ψηλά πατώματα", οι άνδρες εκμεταλλεύονται τα λέφτά και την θέση τους, οι γυναίκες μια και έχουν λυμένα τα οικονομικά τους το ρίχνουν μερικές φορές στο σεξ για να ξεφύγουν από την ανία τους. Δεν υπάρχουν κοινωνικές ευαισθησίες σε όλα αυτά τα άτομα, ένας άδειος κόσμος. Κι όταν κάνουν κάποια κίνηση κοινωνικής ευαισθησίας, συχνά είναι show ή/και ένας τρόπος για να γεμίσουν κάποιες άδειες ώρες ακόμα.
ΑπάντησηΔιαγραφή΅Σερ ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια. Χαίρομαο που σου άρεσε.
Γιάννη, έτσι είναι, το έγραψα και στην Άννα πιο πάνω. Διάβασε το σχόλιο μου, αμέσως κάτω από το δικό σου είναι.
ΔιαγραφήΠολύ ωραίο διήγημα Γιώργο, μακροσκελές, πλήρες. Πολύ γλαφυρή η περιγραφή των σκηνών και των χαρακτήρων. Μου άρεσε που δεν ωραιοποιησες στιγμές και συμπεριφορές. Ωμή ανταλλαγή απόλαυσης ερωτικής και σαρκικων συντρόφων. Σύνηθες στις μέρες μας, αν και ταμπού να το καταδεικνύεις. Πολύ ωραία συμμετοχή. Καλή συνέχεια!
ΑπάντησηΔιαγραφήΣε ευχαριστώ καλή μου ! Η αρχική έκδοση ήταν κάπως διαφορετική και πιο "προχώ", την "στρογγύλεψα" λίγο, όταν θα τα εκδώσω ίσως θα την επαναφέρω.
ΔιαγραφήΝαι, το κυνήγι του εφήμερου και της ηδονής προσπαθεί συχνά να καλύψει αδυναμίες και κενότητα χαρακτήρων.
Χαίρομαι που σου άρεσε, να είσαι καλά !
Η αποστασιοποίηση της Ζωής Τάκη από αυτό που βλέπουν οι κορεσμένες γυναίκες ως φιλήδονο Μάκη. :)
ΑπάντησηΔιαγραφήΣυμφωνώ με το σχόλιο της Άννας μας άλλα, με την εξής διευκρίνηση. Το εύρημα-παιχνίδι του Τάκη-Μάκη-συγγραφέα δίνει την δική του τροφή για σκέψη στην προσπάθεια του να προστατέψει τον "άντρα" από όλο αυτό τον κορεσμό της ανίας των γυναικών η γουονα μπι γυναικών Έτσι είναι αν έτσι με βλέπετε αλλά δεν είμαι έτσι λέει γιατρός.... Από την άλλη, είναι όλες οι γυναίκες έτσι? όχι φυσικά! όμως ο συγγραφέας εντέχνως δεν το υπογραμμίζει σε αυτό που διάβασα, όπως κάνει με το βασικό ήρωα....αχμμ ίσως αφήνει όμως ένα παράθυρο νομίζω στην Μάνια (τι ειρωνεία έχει το όνομά μου) που διακόπτει μια "εξέταση" για μια ουσιαστική εξέταση. Αλλά και πάλι ρίχνει "λασπούλα για τα πραγματικά της κίνητρα. Ισως και ο Τάκης δεν έχει "δει" την Ράνια στην Μάνια.
Είναι ύμνος στον έρωτα αυτό το διήγημα? Κατά την γνώμη όχι :) Τον διασύρει τον κακόμοιρο μικρό θεό με τα όμορφα βέλη :)
Άνετο διήγημα που με έκανε να γελάσω με την συμμαχίες και μου θύμισε τον τρίτο παγκόσμιο πόλεμο το τραγούδι του Βασίλη Παπακωνσταντίνου
ΣΗΜΕΙΩΣΗ : Επειδή κάτι θυμάμαι για το πραγματικό περιστατικό και για το σούσουρο που έχει δημιουργηθεί. θα ήθελα να υπογραμμίσω πως ΔΕΝ έχω ΚΑΜΙΆ σχέση με αυτό το σκάνδαλο χαχαχαχ
Φιλί :)
ΧΑΧΑΧΑ
ΑπάντησηΔιαγραφήΜπράβο !! Κανείς δεν μου επεσήμανε την "διπλή" προσωπικότητα του Τάκη - Μάκη. Κι αν το πρόσεξαν, δεν μου το σχολίασαν.
Δεν ήταν πάντως εύρημα, σε διαβεβαιώ. Λάθος μου ήταν. Μετά την επισήμανση σου το διόρθωσα.
Όπως γράφω η ιστορία βασίστηκε σε πραγματικά περιστατικά. Όχι σε μία πόλη μόνο, σε δύο, κατά τη διάρκεια μίας δεκαετίας. Βασίστηκα σε αυτά και έγραψα την ιστορία, αλλάζοντας τοποθεσίες, ονόματα, επαγγέλματα κ.λ.π. Επιπλέον προσέθεσα και φανταστικά περιστατικά. Όπως και φανταστικά πρόσωπα.
Τι ήθελα να δείξω ; την σαπίλα μιας κοινωνίας που βαριέται, μέσα από ένα ερωτικό διήγημα. Και φυσικά δεν είναι όλοι έτσι. Ούτε καν οι περισσότεροι. Όπως ακριβώς όταν διαβάζεις ένα αστυνομικό μυθιστόρημα. Θα περιγράφει κάποιον/κάποιους που κάνουν εγκλήματα και αποτρόπαιες πράξεις. Δεν σημαίνει ότι όλοι είναι έτσι. Δεν είναι σκοπός του συγγραφέα να πει ή να υπονοήσει κάτι τέτοιο.
Ευχαριστώ για την παρατήρηση για τον Μάκη/Τάκη και γενικότερα που το διάβασες και το σχολίασες.
Να είσαι καλά.