Κυριακή 24 Φεβρουαρίου 2019

Αποσπάσματα από το τελευταιο μου βιβλίο - 1

ΣΤΟ ΒΑΓΟΝΙ ΤΟΥ ΜΕΤΡΟ – Κοινωνικό Διήγημα

Ο Σπύρος κοίταζε αφηρημένα έξω. Έβλεπε… τι έβλεπε; Τούνελ σκοτεινά, σαν κι αυτά που ήταν χωμένοι τα τελευταία χρόνια, χωρίς φως. Μετά μία στάση, φώτα, κόσμος λίγος ή πολύς, διαφημίσεις, από την εποχή που οι διαφημίσεις είχαν ένα κάποιο κοινό να τις χαζεύουν και όχι άδειες ματιές να προσπερνούν αδιάφορα το περιεχόμενο τους.
Ο γιός μιας φίλης του τον χαιρέτησε προχωρώντας προς την πόρτα του βαγονιού, μάλλον θα κατέβαινε στην επόμενη στάση. Κώστα πρέπει να τον λέγανε αν θυμόταν καλά, πρωτοετής σε κάποια σχολή στο Πολυτεχνείο. Προς το παρόν φόραγε τα νιάτα του ο Κώστας και φαινόταν άνετος. Σε λίγα χρόνια θα άρχιζαν και γι αυτόν τα δύσκολα. Μπορεί να γινόταν ένας ακόμα από αυτούς που έφευγαν κάθε λίγο για έξω, με κάθε τρόπο και με πολλές θυσίες. Πολλοί από όσους θα ήταν κάποια στιγμή το μέλλον της χώρας, αποχαιρετούσαν το παρόν της στα αεροδρόμια. Μια ολόκληρη γενιά αδειασμένη από την εποχή της στα σκουπίδια της ιστορίας, στον μεγάλο σκουπιδοτενεκέ των χαμένων της.  Στάση, ο Κώστας κατέβηκε, έπαψε να τον σκέφτεται.
…..

«Ε ρε κάτι μπούτια !» σκέφθηκε ο Μιχάλης κοιτώντας λοξά τα μπούτια της γυναίκας που καθόταν δίπλα του. «Όλα έξω, μάς τα μοστράρει. Τα θέλει, πάω στοίχημα!» Γύρισε λίγο προς το παράθυρο, και το δεξί του πόδι ακούμπησε «τυχαία» στο γόνατο της. Η καστανομάλλα σαραντάρα δίπλα του δεν αντέδρασε.
«Δεν το τράβηξε! Θα κατέβω όπου κατέβει και θα της την πέσω στο άνετο!» σκέφθηκε ο Μιχάλης. Ένοιωθε την έξαψη να ανεβαίνει μέσα του… Θα ‘τρωγε καλά, το ένοιωθε! Στους φίλους του το έπαιζε μεγάλος κατακτητής, ούτε το ένα δέκατο από όσα τους έλεγε δεν είχε κάνει. Κορόιδευε μερικούς φίλους του που καυχιόντουσαν για τις κατακτήσεις τους, φουχτογκόμενους τους έλεγε. Άλλοι όμως  έβαζαν και αυτόν στην ίδια κατηγορία.
«Να μου κάτσει αυτή η φάση…» σκέφτηκε «… θα τους βουλώσω το βρωμόστομα τους. Και είναι και καλή η τύπισα, εντάξει λίγο μεγάλη αλλά μια χαρά. Αν παίξει κάτι θα τον σκίσω τον Πέτρο που μας τα έχει πρήξει με το πώς πήδηξε την καθηγήτρια των Αγγλικών». Χαμογέλασε με την ιδέα, ο σούπερ της παρέας θα γινόταν !
…..

Η Αφρούλα είδε κι εκείνη έξω… Πλησίαζαν. Σε λίγο θα ήξερε… από τα λόγια του γιατρού θα ήξερε το αν θα γύρναγε ξέγνοιαστη ή τελειωμένη. «Έχει σκοτούρες ο κόσμος» σκέφθηκε «όχι μόνο εγώ. Παναγιά μου, βοήθα μας όλους! Όσους το αξίζουν τουλάχιστον. Είμαι δεν είμαι μέσα!». Ο γιος της με διακόσια ευρώ νυχτοφύλακας, είχε δυό παιδιά να θρέψει. Είχε και πτυχίο φιλόλογου αλλά δεν μέτραγε πια αυτό, πού παιδιά να κάνει μαθήματα, βοήθαγε τη γυναίκα του όταν εκείνη έλειπε, ασχολούταν μόνο με τα δικά του. Η νύφη της αναγκάστηκε να γίνει παραδουλεύτρα σε δυό σπίτια που την ήξεραν. Την είχαν διώξει από το σούπερ μάρκετ που δούλευε πριν, έπρεπε λέει να κάνουν κάποιες αναγκαίες περικοπές στο προσωπικό. Το ότι είχε μείνει ένα βράδυ παραπάνω και είδε πράγματα που δεν έπρεπε σχετικά με τα κρέατα την έφαγε. Έτσι έλεγε ο γιος της, δεν ήξερε αν είχε δίκιο ή ήταν λόγια θυμού.
…..

Η Ρίτα, ένοιωσε το πόδι του νεαρού να ακουμπά διστακτικά και μετά να τρίβεται στο δικό της και τραβήχτηκε. Του έριξε ένα βλέμμα, κοίταζε αλλού αλλά κάτι της έλεγε ότι έπαιζε. Νεαρός, το στυλάκι του συνοικιακού γόη, με ηλικία γύρω στα είκοσι και μυαλά πιο κάτω. «Μόνο αυτό με μάρανε» σκέφτηκε. Σε λίγο όμως θα έφταναν, δεν άξιζε να αλλάξει θέση. Ίσως το ότι τράβηξε το πόδι της να τον έκανε να πάρει το μήνυμα, να καταλάβει ότι δεν είχε καμιά όρεξη για παιχνιδάκια.
Έσφιξε την τσάντα της, το ρολόι που της είχε δώσει η μάνας της μέσα, δυο λίρες από τότε που είχε παντρευτεί, κάτι καλά δαχτυλίδια και βραχιόλια. Από τις καλές εποχές, τότε που δεν είχαν πολλά, αλλά κάτι είχαν. Μετά ο άντρας της έμπλεξε με κτηματομεσιτικά για να βγάλει περισσότερα, τον γέλασαν, ήρθε η κατάρρευση, οι πιστωτικές πού να πληρωθούν πια. Κάποτε πλήρωναν άνετα τα διακοποδάνεια και γύρναγαν με τον Τάκη της σε Ελλάδα και Ευρώπη… Τώρα μια κακομοιριασμένη οικογένεια που ανήμπορη, σκυφτή, έτρωγε σφαλιάρες. Η τσάντα σα να βάρυνε… Θα τα σκότωνε. Σκοτωμένοι ήταν όλοι τους έτσι κι αλλιώς…


Συνεχίζεται στο βιβλίο…

Για επαναφορά στο προηγούμενο μενού πατείστε εδώ

2 σχόλια:

  1. Τέσσερις χαρακτήρες. Διαφορετικοί. Τέσσερις σπονδυλωτές ιστορίες με φόντο το κοινωνικό γίγνεσθαι. Πολύ μου αρέσουν αυτές οι πλοκές Γιώργο. Και νιώθω να κρύβουν πίσω τους την εξέλιξη μια άκρως ενδιαφέρουσας διήγησης.
    Χαίρομαι ειλικρινά. Ενδεικτικό απόσπασμα του τι δουλειά κάνεις, τι λόγο έχεις.
    Άλλωστε εγώ, ένας ταπεινός, βλέπω και τα τυπωμένα σου βιβλία και αντιλαμβάνομαι.
    Πολύ όμορφο.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Είμαι κοινωνικά ευαίσθητος Γιάννη. Όπως καταλαβαίνω ότι είσαι και εσύ.
      Αλλά άσε τα "εγώ ο ταπεινός" ! Έχεις ταλέντο και πέννα, αναβλύζουν !!
      Τα βιβλία μου είναι μια προσπάθεια να πω μερικά πράγματα. Τους φόβους μου, τις ελπίδες μου, τα καλαμπούρια μου... Να κάνω τον αναγνώστη να γελάσει, να ταρακουνηθεί, να σκεφθεί... Τώρα χτίζω το μπλογκ μου, δεν έχω βάλει ότι θέλω ακόμα.
      Με τιμούν τα κολακευτικά σχόλια σου.

      Διαγραφή