Σάββατο 2 Μαρτίου 2019

Παραμύθι για μεγάλα παιδιά

(Ένα συναισθηματικό διήγημα από το δεύτερο βιβλίο μου, "Μυθιστορίες δεκαέξη και μία". Παρατίθεται ολόκληρο)

Σαν πρόλογος : Τα παραμύθια πρέπει να είναι πάνω από όλα ΟΜΟΡΦΑ. Υπάρχει τόση βρωμιά γύρω μας, τόσος πόνος, τόση οργή, τόσο άγχος και αβεβαιότητα που έχουμε ανάγκη από λίγη ομορφιά. Πρέπει να ξεφεύγουμε καμιά φορά έστω για λίγο από το γκρίζο, να δραπετεύσουμε μερικές στιγμές από το μπετόν της πραγματικότητας. Έχουμε ανάγκη να φοράμε για λίγο παραμυθένια ρούχα, με έντονα λαμπερά χρώματα, να ταξιδεύουμε σε χώρους και χρόνους που όλα είναι πιθανά και όλα συμβαίνουν. Σε χώρους και χρόνους με ΧΡΩΜΑ, να βάζουμε μία παιδιάστικη πινελιά στη δύσκολη ζωή μας.

Το ποτάμι φιδογύριζε μέσα στο δάσος. Καθάριο κρύσταλλο τα νερά του, με αποχρώσεις από μύριους τόσους τόνους πράσινου που καθρεφτίζονταν μέσα του. Κυλούσε και ταξίδευε, έκανε πότε πότε μικρούς καταρράκτες, φάρδαινε, στένευε, άφηνε τα διάφορα πλάσματα του δάσους να παίξουν με τα νερά του, να δροσιστούν. Κυλούσε και ταξίδευε...
Ο γέρο Μπέρυ άνοιξε τα μάτια του, τίναξε το κεφάλι του και κοίταξε γύρω του. Ήταν μέσα στα νερά, ταξίδευε ανάσκελα μέσα σε ένα ποτάμι! Δε σταματούσε πουθενά, το πελώριο σώμα του δεν σκάλωνε ούτε κάτω κι ας ήταν ρηχά, ούτε σε καμία από τις όχθες κι ας ήταν τόσο κοντά του, αν άπλωνε το χέρι του θα τις έφτανε.

Χίλιες απορίες στο μυαλό του, τσακώνονταν ποια θα πάρει απάντηση πρώτη. «Πώς βρέθηκα εδώ;» αναρωτήθηκε.
Οι βατομουριές! Είχε πάει πιο βαθειά στο δάσος από τις άλλες φορές, υπήρχαν πολλά βατόμουρα εκεί, ακολουθώντας το μονοπάτι θα τα έβρισκε. Του το είχαν πει στην καντίνα που είχε πάει το απομεσήμερο, μαζεύονταν οι ξυλοκόποι και οι κυνηγοί και τα έλεγαν εκεί, ανάμεσα σε αστεία και παράξενες ιστορίες. Ο γερο-Μπέρυ λάτρευε τα βατόμουρα, ακόμα κυνηγούσε την Ζήρια την ταβερνιάρισσα να του κάνει λίγη μαρμελάδα.

«Φέρε μου βατόμουρα και θα σου φτιάξω» του έλεγε. «Άντε! αράχνες έπιασες, να μη πω που! Όλο μπύρα και κουτσομπολιό μου είσαι. Από τότε που έμεινες μόνος αφέθηκες, χαραμοφάης έγινες! Κάνε ένα περίπατο, κάνει καλό, έτσι θα μακρύνει λίγο και ο δρόμος που σου μένει να διαβείς ακόμα!»
Μέσα στο δάσος πήγαινε ο γερο-Μπέρυ, στο δάσος με τα χίλια χρώματα που όλο και βάθαιναν, να προσπερνά τα μύρτιλα με τους λαχταριστούς καρπούς, τα σμέουρα, τα αγριοκάστανα, να παραμερίζει τα αγριολούλουδα, μία πανδαισία γύρω στα πόδια του σε κίτρινο, κόκκινο, άσπρο, μωβ, δεν ήθελε να πατήσει κανένα από αυτά τα θαύματα της φύσης. Μετά θυμόταν πως είδε εκείνα τα ψηλά πλατάνια δίπλα στο ποτάμι με τα κελαρυστά νερά, το ποτάμι που το είχε ακούσει πολύ πριν το δει, πριν το βαρύ του βήμα σκεπάσει μερικά από τα πλατιά φύλλα, τα πεταμένα δίπλα στις όχθες του.

Το ποτάμι… Τα φύλλα κάτω ένα χαλί, τα πλατάνια που από κάτω φαίνονταν να ανεβαίνουν και να ανεβαίνουν... Ποτέ δεν είχε δει τόσο ψηλά πλατάνια. Και εκείνα τα φωτεινά μικρά πλάσματα ...θα χωρούσαν κάμποσα από δαύτα στις φούχτες του.

Του θύμιζαν ανθρώπινες μορφές, πέταγαν με τα διάφανα φτερά τους, πολύχρωμες βεντάλιες που στόλιζαν τις πλάτες τους. Μικρά φώτα σε διάφορα χρώματα, ίδιο χρώμα με τα φτερά τους, πολλά φώτα, πολλά χρώματα, ανέβαιναν, κατέβαιναν, τιτίβιζαν σαν μικρά πουλιά, μουσική ο ήχος τους στα αυτιά του, δεν είχε ξανακούσει τέτοια μουσική...
Έπαιζαν, κρύβονταν ανάμεσα σε κλαδιά και πλατύφυλλα, γελούσαν, δεν τα έβλεπε καθαρά όλα αυτά, τα ένοιωθε, τον καλούσαν...

Τον καλούσαν πού; Ο γέρο Μπέρυ υποτάχτηκε στο παράξενο κάλεσμα, ακολούθησε. Δε σκέφθηκε ηλικία, δεν ένοιωσε αρθριτικά να τον πονούν όταν πιάστηκε από ένα κλαδί για να πατήσει στο πιο γέρικο από δαύτον κορμό για να ανέβει. Ούτε που λαχάνιασε, λες και κάτι τον τραβούσε ψηλά, κάτι που του πρόσθετε δύναμη και του αφαιρούσε κιλά και χρόνια.
Έπιασε ένα δεύτερο κλαδί, σύρθηκε στον κορμό, ανέβηκε, όσο ανέβαινε πιο εύκολη, πιο άνετη γινόταν η συνέχεια. Τα μικροσκοπικά πλάσματα πάνωθέ του, δεν τα έφτανε ακόμα, έπαιζαν, τιτίβιζαν χαρούμενα, καμιά φορά κατέβαιναν μέχρι λίγο πάνω από το κεφάλι του, του φώναζαν θαρρείς «έλα γέρο Μπέρυ, έλα μαζί μας. Θα τα καταφέρεις».

Γιατί ήθελε να ανέβει; Δεν το ήξερε, δεν τον ένοιαζε να καταλάβει, δεν το σκεφτόταν. Ούτε βατόμουρα σκεφτόταν πια, ούτε την μαρμελάδα που θα του έφτιαχνε η Ζήρια. Να φτάσει τα μικρά πλασματάκια, αυτό ήθελε, να τα νοιώσει να χαϊδεύουν την παλάμη του, να παίξει μαζί τους. Κι όλο ανέβαινε, το φως του σούρουπου δεν τον τύφλωνε, είχε νυστάξει το φωτεινό αστέρι της μέρας για σήμερα και πήγαινε για ύπνο. Αυτός θα καθόταν κι άλλο, θα έπαιζε λίγο με τους νέους φίλους του, θα τον έκαναν και αυτόν νέο, θα γέλαγε μαζί τους, μέχρι φτερά θα έβγαζε για χάρη τους. 

Κι όλο ανέβαινε στον πλάτανο... να μερικοί από τους φίλους του μέσα στα μαλλιά του, όσα του είχαν μείνει, ένοιωσε ένα γαργάλημα, τον ακουμπούσαν, δεν τον φοβόντουσαν, έπαιζαν, καλά το είχε σκεφθεί...

Και ξάφνου ένα κρααακ... το κλαδί που κρατιόταν έσπασε, γέλαγαν τα μικρά πλάσματα, δεν τρόμαξαν, γέλαγαν καλοσυνάτα, σαν να είχαν κάνει μία αθώα σκανδαλιά, γέλαγαν, το είδε.

Δεν ένοιωσε πόνο πέφτοντας. Ένα πλααααφ και να τος στο ποτάμι κάτωθέ του, είδε σταγόνες να σκορπιούνται, να ραντίζουν τον γέρο πλάτανο... Όχι δεν πόναγε, ούτε να γυρίσει ήθελε, άφησε το νερό να τον πάρει μακριά, οι φίλοι του τον χαιρετούσαν, ούτε φοβισμένοι έδειχναν, ούτε λυπημένοι. Βάρυναν σιγά σιγά τα βλέφαρα του γέρο Μπέρυ και αφέθηκε...

Τώρα ξύπνιος πάλι, με τις τόσες απορίες... Τι έγιναν άραγε οι φίλοι του; Γιατί δεν τον έσωσαν, τι φίλοι ήταν να μην τον προειδοποιήσουν; Πώς και δε σκοτώθηκε; Είχε ανέβει αρκετά πριν πέσει. Αμ το άλλο; Γιατί δεν σκάλωσε πουθενά, γιατί δε βράχηκαν τα ρούχα του; Πού πήγαινε;

Το ποτάμι μάλλον θα διάβασε το μυαλό του, δεν του απάντησε αλλά τον απίθωσε μαλακά σε μια όχθη. Το ταξίδι του είχε σταματήσει.

Ο Μπέρυ κοίταξε γύρω του. Είχε νυχτώσει σχεδόν, οι σκιές στο δάσος είχαν πυκνώσει. Σηκώθηκε, χωρίς κόπο είναι αλήθεια και βγήκε από το ποτάμι. Πράσινα, μωβ και κόκκινα τα φύλλα κάτω του, δένδρα με χοντρούς κορμούς ολόγυρα...
Ολόγυρα εκτός από ένα... ένα πώς να το έλεγε; Τροχόσπιτο; Βαγόνι; Από εκεί ερχόταν το φως. Δυο ξύλινες ρόδες, δυο μεγαλύτερες ρόδες πιο πίσω, σαν ένα μεγάλο καρότσι. Ξύλο και ύφασμα, ύφασμα βαθυκόκκινο με άσπρο να το ανοίγει, να του δίνει τα χρώματα του κυκλάμινου. Είχε κάποιο μήκος, το παράθυρο στο πλάι με τα παντζούρια ανοιχτά, σε άσπρο και αυτά, το μαρτυρούσε. Η οροφή μωβ και βαθύ κόκκινο με άσπρα πλουμίδια. Το μεγάλο δέντρο πάνω και δεξιά από το βαγόνι, ένας βαθυκόκκινος κισσός ανέβαινε το δέντρο, έφτανε στα κλαδιά πάνω από το βαγόνι, έσκυβε ευλαβικά λες και γονάτιζε και το προσκυνούσε. Λίγο πιο πέρα, πλάι στα ριζά του μεγάλου δέντρου, μια άσπρη ομίχλη σέρνονταν σαν παιχνιδιάρικο σύννεφο, ένα μικρό άσπρο χαλί που έπαιζε με τα νοτισμένα από την υγρασία φύλλα, δίπλα στο ποτάμι.

Η πόρτα του βαγονιού ανοιχτή. Δύο άσπρες κουρτίνες, μαζεμένες ελαφρά στη μέση. Δυο λάμπες αριστερά και δεξιά, πάνω και πίσω από κάθε φύλλο πρόσφεραν ένα άσπρο γλυκό φως, ένα φως που έδινε ομορφιά και κάποιο μυστήριο στους πρώτους ίσκιους που είχαν αρχίσει να πέφτουν. Η πόρτα του βαγονιού ανοιχτή μα δεν έβλεπε πίσω της, μια κλεφτή ματιά έστω στο τι είχε μέσα το βαγόνι.

Η ματιά του έπεσε στην μέση της ανοιχτής πόρτας και στάθηκε εκεί, αρνιόταν αλλού να πάει. Μακριά καστανά μαλλιά, υπέροχα ίσια σκούρα καστανά μακριά μαλλιά έπεφταν στους ώμους της, στόλιζαν το άσπρο σάλι που φορούσε πάνω από ένα πράσινο φόρεμα, πράσινο στους ίδιους τόνους με το κυρίαρχο πράσινο γύρω του.

Καθόταν στα σκαλιά του βαγονιού, ήρεμη... Ένα μπουκέτο ασπροκόκκινα αγριολούλουδα στα χέρια της. Γύρισε και τον κοίταξε, χαμογέλασε. Τα μάτια της καρφώθηκαν για αιώνες στα δικά του. Μάτια βαθιά καστανά, σε ένα χρώμα που το διάβαζε, το καταλάβαινε. Μάτια που είχαν γλύκα απέραντη αλλά και κάποια ένταση, μάτια ήρεμα που τον άφηναν όμως να διακρίνει κάτι να αναδεύεται στο βάθος τους, μάτια γελαστά αλλά με μία ήρεμη δύναμη να αναβλύζει από μέσα τους.

«Ποια είσαι;» ψέλλισε ξέπνοα ο Μπέρυ «Εσύ με έφερες εδώ; Οι φίλες σου οι νεράιδες μήπως που έπαιζαν στα φύλλα του πλάτανου μαζί μου; τα ξωτικά που δεν τα έβλεπα αλλά με οδηγούσαν στο ποτάμι;» Ήξερε τώρα, λες και πάντα ήξερε, λες και μόλις την είδε όλες του οι απορίες λύθηκαν. Όλα εκτός από το γιατί ήταν εκεί, αντίκρυ σε αυτή την οπτασία που τον έβλεπε και χαμογελούσε.

«Με λένε Ορέλια» του είπε καθώς σηκώθηκε και τον πλησίασε χαμογελαστή. Ένα λαμπερό φως την ακολουθούσε σε κάθε της βήμα, ένα φως από κάποιον αόρατο ήλιο πάνωθέ της.

«Ορέλια...» μουρμούρισε ο Μπέρυ. «Στη γλώσσα μου σημαίνει "αθάνατη". Είσαι αθάνατη, λοιπόν, σαν την ομορφιά σου;»

Η Ορέλια γέλασε και όλα τα λουλούδια που είχε μυρίσει ο Μπέρυ στην ζωή του μοσχοβόλησαν μέσα του.

«Έλα» του είπε πιάνοντας το χέρι του θαρρετά. «Σειρά μου να σου κάνω ένα δώρο για τα καλά σου λόγια».

Ο Μπέρυ την ακολούθησε, με το χέρι της φυλαγμένο, σαν κάτι πολύ τρυφερό και πολύτιμο μέσα στο δικό του. Έπαιρνε ζέστη και δύναμη από αυτό το μικροσκοπικό χεράκι με τα κρινοδάχτυλα να αγγίζουν τα ροζιασμένα δικά του, να τον κάνουν να ριγά...

Λίγα βήματα μονάχα έκαναν, λίγα βήματα που άλλαξαν την ζωή του. Έφτασαν στο ποτάμι πάλι, το ποτάμι που την χαιρέτησε κελαρυστά ή του φάνηκε;

«Δες» του είπε η Ορέλια... «Σκύψε να δεις... στο νερό...» 

Έσκυψε ο γέρο Μπέρυ πάνω από το ποτάμι να δει κατά πώς του έλεγε η Ορέλια και ένα δάσος ολάκερο θαρρείς και έσκυψε από περιέργεια μαζί του. Ακόμα κι ο ήλιος που ήταν έτοιμος να πέσει για ύπνο, έστειλε δυο ηλιαχτίδες κλεφτά, ανάμεσα από τα δένδρα να δουν τι κατάφερε πάλι η πανέμορφη τσιγγάνα.

Ήταν φίλος της καλός ο ιππότης της μέρας, την ήξερε καιρό. Την είχε δει να χορεύει στο ξέφωτο ανεμίζοντας τα μακριά της μαλλιά, φωτίζοντας πιότερο και από τις αχτίδες του. Την είχε ακούσει να γελά και να τιτιβίζουν τα πουλιά μαζί της, να τραγουδά καθισμένη στα σκαλιά του τσιγγανόσπιτου, κάνοντας τα δασολούλουδα στα μαλλιά της να ανθίζουν.

Στα καθαρά κρύσταλλα που αντιφέγγιζαν ένα απόκοσμο 
φως, ο γερο-Μπέρυ είδε... είδε και σάστισε. Είδε τα άσπρα του μαλλιά να έχουν γίνει πάλι μαύρα όπως ήταν χρόνια πριν, τις ρυτίδες στο μέτωπο του να έχουν χαθεί, τα μάγουλα του χρωματισμένα με νιότη, τα μαύρα μάτια του πιο λαμπερά... Ένα παλληκάρι έβλεπε στο νερό, τον Μπέρυ με το ψηλό, δεμένο, αθλητικό κορμί, τον Μπέρυ που έκανε χρόνια πριν τις καρδιές των κοριτσόπουλων που τον απαντούσαν στο δρόμο να χτυπούν γρηγορότερα. Δίπλα του, τυλιγμένη σε ένα ασπρογάλαζο φως η Ορέλια. Γελαστή, με τα μάτια της να ακτινοβολούν ζεστασιά, με τα μακριά καστανά της μαλλιά να νοτίζονται από τη δροσιά που σκόρπιζε γύρωθε του το υγρό μονοπάτι που διέσχιζε το δάσος.
Η Ορέλια που τώρα φαινόταν συνομήλικη του, να μοιράζεται μαζί του το χρόνο που ανάσαιναν σε τούτο τον παραμυθένιο κόσμο.

«Μα πώς...» είπε ο Μπέρυ χωρίς να πάρει τα μάτια του από το νερό που στραφτάλιζε παιχνιδιάρικα. Φοβόταν να πάρει τα μάτια του από το νερό, μη χαθεί έξαφνα το όνειρο, μη ξαναδεί τον εαυτό του όπως ήταν πριν η μάγισσα δίπλα του κλέψει τον χρόνο.

«Κοντά μου γίνεσαι όσο νοιώθεις» είπε η Ορέλια ενώ τα γελαστά της μάτια έστειλαν κύματα ζέστης στην καρδιά του. «Όχι όλοι βέβαια, όσοι το αξίζουν. Και εσύ το αξίζεις. Μου τα λένε καιρό τώρα οι φίλοι μου, συνάντησες μερικούς στον πλάτανο, εκεί που ανέβηκες για να τους γνωρίσεις και να παίξεις μαζί τους».

«Μα δε με ξέρουν! Δεν πρόλαβα...»

«Σε ξέρουν πολύ καλά. Οι νεράιδες, καλέ μου Μπέρυ, είναι μικρές, τις είδες, χωράνε κάμποσες στη φούχτα σου μέσα. Όμως ο χρόνος κυλά πάνω τους σαν τις σταγόνες της βροχής στα τζάμια των σπιτιών, δε στέκεται... Όταν ο χρόνος κυλά πολύ αργά δεν έχεις τι να κάνεις. Κάποια στιγμή οι φίλοι μου βαριούνται τα παιχνίδια και τις σκανδαλιές∙ η δικιά τους η ζωή κυλά αργά, παρακολουθούν λοιπόν τη ζωή γύρω τους που κυλά γρηγορότερα στο δάσος, μέσα και γύρω από αυτό. Έτσι έχουν τι να λένε όταν συναντιούνται στις κορφές των δέντρων ανάμεσα στα φύλλα πάνω στα αγριολούλουδα, δίπλα στις όχθες του ποταμού... Εσείς δεν τις βλέπετε αλλά αυτές σας παρακολουθούν αθέατες, νύχτα και μέρα. Και αν είναι κάτι σημαντικό... έρχονται και μου το λένε...»

 Είχαν αφήσει πια το ποτάμι και γύριζαν στο τσιγγανόσπιτο. Η Ορέλια κάθισε πάλι στα σκαλιά και του έκανε νόημα να καθίσει πλάι της. Ο Μπέρυ ένοιωθε δυνατός, ήθελε να τρέξει στο δάσος, να δείξει, να φωνάξει τα νιάτα του.... Ήθελε τόσα, του είχαν λείψει τόσα... Πιο πολύ όμως ήθελε να είναι μαζί με αυτή τη τσιγγάνα που του άλλαξε έτσι αναπάντεχα τη ζωή. Να θαυμάζει την ομορφιά της, να ανασαίνει το άρωμα της, να την ακούει να μιλά. Είχε να νοιώσει έτσι, από τότε που ήταν καλά η γυναίκα του, πριν τη λυγίσει η κακιά αρρώστια που τελικά του την έκλεψε πολλά χρόνια πριν...

«Και σου είπαν για μένα οι νεράιδες;» ρώτησε καθώς κάθονταν δίπλα της.

«Εδώ και πολύ καιρό... Από τότε που ήσουν όπως σε έκανα πάλι... και πιο πριν ακόμα... από τη μεγάλη σύναξη για το γάμο της Λίλυ και του Έλντον. Η Λίλυ μου πρωτομίλησε τότε για σένα όταν έθαβε τα προικιά της.»

 «Τι έκανε;» ρώτησε σαστισμένος ο Μπέρυ. 

«Όταν έθαβε τα προικιά της!» του είπε γελώντας η Ορέλια και δυο αγριοπερίστερα πέταξαν από το δένδρο δίπλα στο τσιγγανόσπιτο κι ήρθαν να κάτσουν στα πόδια της, μαγεμένα από το κελαρυστό της γέλιο.

«Πώς φαίνεται ότι δεν ξέρεις τα έθιμα που έχουν οι νεράιδες σε αυτό το δάσος! Όταν παντρεύτηκε η Λίλυ με τον Έλντον έπρεπε να κρύψει την προίκα της εκεί που ακούμπαγε το ουράνιο τόξο τη γη. Πήγα μάρτυρας, πρέπει να ξέρω πού τα κρύβει η κάθε νεράιδα του δάσους τα προικιά της, σε όλους τους γάμους πάω μάρτυρας. Εκεί η Λίλυ μου μίλησε για σένα. Μετά άκουσα και από άλλες νεράιδες και ξωτικά.»

«Και... ακούς καλά λόγια;»

«Τα καλύτερα! Άξιο παλληκάρι, μου λένε, τίμιο, δουλευτής, πάντα έτοιμος να βοηθήσει όποιον το χρειάζεται, με καλή καρδιά, με τον καλό τον λόγο, το χωρατό στο στόμα... Καλός οικογενειάρχης, την αγαπούσε τη γυναίκα του, την φρόντισε μέχρι που της σφάλισε τα μάτια. Δεν άλλαξες από τότε Μπέρυ. Πάντα έτσι ήσουν, μέχρι τώρα. Άξιζε να πάρεις πίσω τα νιάτα σου. Για όσο το θελήσεις. Όσο είναι έτσι η ψυχή σου και η καρδιά σου, το κορμί θα ακολουθεί».

Ο Μπέρυ την κοίταξε σκεπτικός. «Με τι αντάλλαγμα; Πάντα όταν σου δίνουν κάτι, ζητούν κάτι άλλο για αντάλλαγμα... Να κάνεις κάτι, να δώσεις κάτι κάπου και συ. Φαντάζομαι ότι για κάτι τόσο μεγάλο...»

«Τίποτα δε ζητώ, καλέ μου!» είπε η Ορέλια και έβαλε θαρρετά το χέρι της μέσα στο δικό του, κάνοντας την καρδιά του να ψάχνει τη δικιά της για ακόμα φορά. «Η ψυχή δικιά σου είναι, δεν άλλαξε, δε στην χάρισε κανείς. Κράτα την καθαρή και θα φοράς πάντα τα ρούχα της νιότης. Σου χάρισα ένα ρούχο να ζεσταίνει και να στολίζει την ψυχή σου. Σιγά το πράμα!»

«Να δίνει ονόματα!» είπε ο κισσός που αγκάλιαζε το τσιγγανόσπιτο στην Ορέλια καθώς ένα φύλλο του της χάιδευε τα αυτιά. «Πες του το και αυτό! Θα τον διευκολύνει!»

Ο Μπέρυ κοίταξε έκπληκτος τον κισσό. «Μίλησε!» είπε, «τον άκουσα!»

«Ο γέρο Ντιούριν» είπε η Ορέλια με εκείνο το χαμόγελο που σκόρπαγε άνοιξη και φως μέσα στο δείλι. «Η Ζάνα, η νεράιδα που ζει στις αγριοτριανταφυλλιές, τον έβγαλε έτσι. Εδώ όλα όσα έχουν ζωή έχουν κι ένα όνομα, κάτι που οι άνθρωποι δεν το συνηθίζουν. Μόνο σε μερικά ζώα που τα έχουν σπίτι τους δίνουν οι άνθρωποι όνομα. Και τα ονόματα τα ξεχνούν οι άνθρωποι εύκολα. Πάνω στην οργή, πάνω στην μανία να κυριαρχήσει το δικό τους όνομα, να σβήσει τα άλλα, να σβήσει ακόμα και ονόματα άλλων ανθρώπων, είτε τα ξέρουν είτε όχι.»

«Όπως το λες. Για τα φυτά όμως δεν το είχα σκεφθεί. Μου αρέσουν όμως.»

«Και εσύ τους αρέσεις! Για αυτό δε σου κρύβουν την ομορφιά τους όταν περνάς κοντά. Σε γεμίζουν χρώματα, σε γεμίζουν άρωμα, αυτά έχουν, αυτά σου χαρίζουν. Χρώματα που οι άλλοι άνθρωποι τα βλέπουν χωρίς να τα δουν πραγματικά, αρώματα που τα μυρίζουν χωρίς να τα μυρίσουν. Όπως και τα ζώα που συναντάς στο δρόμο, τα πουλιά που πετούν πάνωθέ σου. Σου χαρίζουν την αγάπη τους γιατί ξέρουν ότι και εσύ τους χαρίζεις την δικιά σου.»

 «Έχω σκύλο» είπε περήφανα ο Μπέρυ, λες και έλεγε ότι έχει κάτι πολύτιμο. «Τον Ραλ».

«Το ξέρω. Εσύ κοιμάσαι τα βραδιά και αυτός χαζεύει με τις νεράιδες που παίζουν δίπλα στο σπιτάκι του. Κι όσα δεν ονοματίζετε εσείς, τα ονοματίζουν οι νεράιδες που είναι στη γέννα τους κι ας μη τις βλέπετε... Ζώα, δένδρα, λουλούδια...»

Ο Μπέρυ άκουγε κάμποση ώρα μαγεμένος την Ορέλια να του μιλά, να του εξηγεί... Ύστερα βοήθησε να μαζέψουν ξύλα και να ανάψουν μία μεγάλη φωτιά. Ήξερε ότι η Ορέλια δε χρειαζόταν την βοήθειά του αλλά ήθελε να κάνει κι εκείνος κάτι. Δίπλα στη φωτιά ο Μπέρυ έφαγε δροσερά φρούτα και ήπιε ένα μεθυστικό κρασί από φραγκοστάφυλα. Μετά θαρρεμένος από το κρασί και τα μηνύματα που πήγαιναν και έρχονταν ανάμεσα στα μάτια της Ορέλια και τα δικά του, σήκωσε την όμορφη τσιγγάνα να χορέψουν...

Η μουσική που ακούγονταν τώρα από παντού γύρω του τούς παρακινούσε. Μια αόρατη ορχήστρα που άρχισε ξαφνικά να παίζει τσιγγάνικη μουσική, ρομαντική, μια μουσική με κάτι το παθιάρικο και το άγριο συνάμα. Τα πόδια του Μπέρυ έβγαλαν φτερά, πέταγε γύρω της, δίπλα της, απέναντι της. Η όμορφη τσιγγάνα γέλαγε, ανέμιζε τα μακριά της μαλλιά, πότε σήκωνε λίγο τη μακριά φαρδιά της φούστα, πότε σήκωνε τα χέρια της ψηλά, τον άγγιζε παιχνιδιάρικα το κορμί της για λίγο και μετά απομακρύνονταν πάλι.

Όταν τα κορμιά τους αγγίζονταν η καρδιά του Μπέρυ κλώτσαγε, ήθελε να βγει έξω, να τρέξει να ενωθεί με τη δικιά της. Η Ορέλια πλάι του, η Ορέλια δίπλα του για μια ακόμα φορά.. Οι ματιές τους ενώθηκαν, μηνύματα σταλμένα από δυο καρδιές που σπαρτάραγαν για το επόμενο βήμα πήγαν και ήρθαν.

Ο Μπέρυ την τράβηξε απαλά στην αγκαλιά του, η τσιγγάνα αφέθηκε χωρίς να πει λέξη. Όταν τα χείλια τους πρωτοέσμιξαν οι καρδιές τους πήραν αγέρα από τις κοφτές τους ανάσες, όταν τα κορμιά τους έσμιξαν η φωτιά δυνάμωσε λες και οι φλόγες της ζήλευαν τις δικές τους φλόγες. 

Νεράιδες, ξωτικά, δένδρα και ζωντανά, γύρισαν υποκριτικά από την άλλη μεριά τάχα να μη τους βλέπουν, χαμογελώντας. Θα είχαν να λένε για καιρό...

Ο Μπέρυ ένοιωσε το κορμί της Ορέλια να τρέμει από την ίδια αδημονία που έτρεμε και το δικό του. Την σήκωσε στα χέρια του και μπήκαν στο τσιγγανόσπιτο. Ο Ντιούριν ο κισσός ασφάλισε την πόρτα πίσω τους, του Μπέρυ του φάνηκε ότι ο Ντιούριν εκτός από το πράσινο είχε και ένα ελαφρό ροζ, σαν να κοκκίνισε. Αλλά δεν έδωσε ιδιαίτερη σημασία...

... Κάτι βρόνταγε, κάποιος χτύπαγε την πόρτα. Ο Μπέρυ πετάχτηκε ξαφνιασμένος, ήταν στην καλύβα του, στο κρεβάτι του, ο σκύλος του ο Ραλ τον άκουσε και έτρεξε κοντά του κουνώντας την ουρά του.

Δίπλα του η Ζήρια η ταβερνιάρισσα άνοιξε και εκείνη τα μάτια της. «Ποιος να είναι;» ρώτησε σιγά. «Αν με δουν εδώ... θα 'χει τι να λέει το χωριό για μήνες!!»

«Έλα, ρε γέρο τράγε!» ακούστηκε μια ανδρική φωνή απ' έξω. «Πόσο ήπιες χθες;»

«Ο Κάντιαν!» είπε ο Μπέρυ αναγνωρίζοντας τη φωνή. «Έπρεπε να το καταλάβω. Αν ήταν ξένος ο Ραλ θα χάλαγε τον κόσμο.» Ο Μπέρυ σηκώθηκε βιαστικά. «Έρχομαι!» φώναξε δυνατά στον φίλο του.

Η πρώτη του στάση ήταν στον καθρέφτη του μπάνιου. «Τι όνειρο και αυτό» μουρμούρισε βλέποντας τα άσπρα του μαλλιά με μια απογοήτευση που του φάνηκε αστεία. 

Δέκα λεπτά αργότερα έδωσε ένα φιλί στην Ζήρια που λαγοκοιμόταν και βγήκε έξω μαζί τον Ραλ.

«Πρώτη φορά αργείς τόσο!» είπε ο Κάντιαν ενώ έπαιρναν το μονοπάτι που έβγαζε στο χωριό. Μόνο ο Μπέρυ και ο φίλος του έμεναν λίγο έξω από αυτό.

«Πρώτη φορά βλέπω τέτοιο όνειρο» απάντησε ο Μπέρυ.

«Πρόσεχε την Σαμίρα!» φώναξε βλέποντας ότι ο Κάντιαν όπως περπατούσε βιαστικά παραλίγο να τσακίσει ένα κλαδί από την λαγοκερασιά που άπλωνε ένα κλαδί με κίτρινους καρπούς στο μονοπάτι. 

Ο Κάντιαν μη βλέποντας άλλο άνθρωπο γύρω τους γύρισε και τον κοίταξε απορημένος. 

Ο Κάντιαν μπορεί να μην το άκουσε αλλά ο Μπέρυ θα ορκίζονταν ότι το δάσος ολάκερο πίσω του τού φώναζε «καλό κατευόδιο»


ΤΕΛΟΣ

Για επιστροφή στο προηγούμενο μενού πατείστε εδώ

18 σχόλια:

  1. Ο γερο Μπέρυ είναι ένας συμπαθέστατος και πολύ γλυκός τύπος που δεν παραιτείται από τη ζωή γιαυτό έχει βρει μέσω της φαντασία τον τρόπο να αναπληρώνει τα κενά που του δημιουργεί ο χρόνος. Η ιστορία είναι πράγματι ένα παραμύθι για μεγάλους που γράφτηκε από ένα συγγραφέα με άπειρη φαντασία!
    Είχε λίγο από το άρωμα του έργου Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας του Σαίξπηρ, όσον αφορά στην ατμόσφαιρα.
    Μου άρεσε πολύ και με μελαγχόλησε λίγο στο τέλος. Αλλά έτσι δε γίνεται και με την πραγματική ζωή; Πάντα βρίσκει τρόπο να μας μελαγχολεί στο τέλος.
    Συγχαρητήρια Gip. Πέρασες σε υψηλότερο επίπεδο με αυτή την παραμυθοϊστορία σου.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Σε ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια Μαρία. Πιστεύω όπως είπα ότι τα παραμύθια είναι χρήσιμα και για τα μικρά και για τα μεγάλα παιδιά. Για μένα το τέλος δεν είναι πικρό. Θα ήθελε το όνειρό του να μη τελείωνε, όλοι μας κάποτε ονειρευτήκαμε κάτι που θα θέλαμε να μη τελείωνε ; Όμως έχει τη δουλειά του, έχει την ταβερνιάρισσα, έχει τον φίλο του. Ίσως ακόμα να έχει και ένα ολόκληρο δάσος να τον στηρίζει. Δεν είναι λίγα...

      Διαγραφή
    2. Έτσι που το λες ναι μου αρέσει το τέλος περισσότερο :)
      Καλή εβδομάδα Gip!

      Διαγραφή
    3. ΙΚαλή εβδομάδα και σε σένα !!

      Διαγραφή
  2. Καλώς σε βρίσκω στο νέο σπιτικό σου!
    Επιστρέφω να σε διαβάσω με την ησυχία μου!
    Χαίρομαι που βρίσκω και σχόλιο της Μαρίας!

    Πολλά πολλά ΑΦιλιά σου στέλνω!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Καλώς σε βρίσκω ανάποδη Στεφανία !! χαχαχα
      (δε το βρήκα, μου το είχες πει, το θυμάμαι)
      Πες μου τι κάνει και η Λεβίνα, αν την βλέπεις και το blog της.
      Χαίρομαι πολύ που θα τα λέμε Μαγισσούλα !!
      Χαρά μου να βρω τους παλιούς φίλους !!

      Διαγραφή
  3. Αναζητώ τον κατάλληλο χρόνο να το διαβάσω με την ηρεμία μου και να το απολαύσω Γιώργο. Και θα επανέλθω.
    Καλό βδομάδα φίλε μου.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Καλή σου εβδομάδα Γιάννη. Εδώ είμαστε, όποτε σε βολεύει.

      Διαγραφή
  4. Καλως ηρθες kαι παλι απο εδω παλιε και αξιολογε φιλε μου.Χαιρομαι παρα πολυ.Ειχα αναρωτηθει με το fACEBOOK.Σ ευχαριστω που περασες και με ενημερωσες οτι γυρισες.Φετος γυρισα και εγω.Θα τα λεμε και οταν κανεις παρουσιαση νεου βιβλιου σου ελπιζω να ερθω.Να εισαι παντα καλα και καλο μηνα.Το παραμυθι σου τελειο οπως ολα οσα γραφεις!!!!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Σε ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια. Στο τρίτο μου βιβλίο έγινε η παρουσίαση τον Οκτώβριο. Το είχα βάλει και στο Facebook, δεν θα μπόρεσες να έρθεις ή δεν το είδες ίσως. Θα βρεθούμε όμως. Θα ενημερώνει ο ένας τον άλλον. Πολύ χάρκα που ξαναβρεθήκαμε.

      Διαγραφή
  5. Εψαξα για αναγνωστες αλλα δεν βλεπω για να μπω. Ενα καλο ιστολογιο που γραφει πολυ ομορφα ειναι η Χριστινα Λελη (η πεταλουδα ).Δεν ξερω αν την ειχες στο facebook σου βαζω το συνδεσμο του ιστολογιου της αν θες να πας απο εκει.https://butterfly-butterflysworld.blogspot.com

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. Θα κοιτάξω να μπώ στη Χρίστίνα. Δεν την ξέρω αλλά θα ρίξω μια ματιά στο ιστολόγιο της. Ευχαριστώ.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  7. Μόλις ολοκλήρωσα την ανάγνωση. Πολύ ωραίο το παραμύθι σου, Γιώργο. Χτίζεις ωραία, παραμυθένια ατμόσφαιρα και δίνεις πολλά μηνύματα μέσα απ' την -φαινομενική- απλότητα, όπως αρμόζει σε κάθε παραμύθι, που εάν τ' ακολουθούσαμε όλοι θα μεταμορφωνόταν η καθημερινότητά μας. Όλα ξεκινούν από μέσα μας και πώς επιλέγουμε να φερόμαστε, να σκεφτ΄μαστε και τι στάση να κρατούμε. Εύγε!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  8. Σε ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια ! Χαίρομαι που σου άρεσε. Προσπάθησα να κάνω αυτό που πολύ σωστά επεσήμανες : να χτίσω μία ωραία παραμυθένια ατμόσφαιρα και να περάσω κάποια μηνύματα με΄σα. Είσαι όχι μόνο μία καλή τεχνίτρα του λόγου αλλά και μία καλή αναγνώστρια. Δεν με εκπλήττει αυτό, πολλές φορές αυτά τα δύο πάνε μαζί.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  9. Μια γλυκιά ανοιξιάτικη αύρα, μου άφησε το παραμύθι σου Γιώργο και χαίρομαι που κατάφερες να μιλήσεις έτσι στη καρδιά μου!
    Καλό ανοιξιάτικο βραδάκι θα σου ευχηθώ! :)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Σε ευχαριστώ πολύ για τα καλά σου λόγια.
      Χαίρομαι που σου άρεσε και μίλησε έτσι στη καρδιά σου !
      Να είσαι καλά !

      Διαγραφή
  10. Ιστολογια που θα σου αρεσουν πιστευω ειναι: Roadartist...in athens!!! λεγεται. https://roadartist.blogspot.com/2019/02/elliott-erwitt.html αλλο ωραιο ειναι η Νυχτερινή Πένα που γραφει συνεχεια πολλες δικες της ιστοριες http://nuhterinipena.blogspot.com/2019/02/blog-post_23.html αλλο πολυ καλο ιστολογιο ειναι( Ίχνη στο Χιόνι )που γραφει πολλα κειμενα ο Κωνσταντινος Κολιος που τον ξερω και τον εχω στο facebook https://triala.blogspot.com/2019/03/blog-post_65.html

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  11. Σε ευχαριστώ πολύ ! Θα τα επισκεφθώ και θα διαπιστώσω πόσο μου αρέσουν για να τα ακολουθώ. Ξέροντας όμως λίγο τα γούστα σου, πιστευω ότι θα μου αρέσουν.

    ΑπάντησηΔιαγραφή